Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

κι' αν ανατρέπαμε τους εαυτούς μας;;;

e-Apenanti...

Γιατί δεν ανατρέπονται; Γιατί δεν εξεγείρεται ο λαός ενάντια στο καθεστώς της εξαθλίωσής του. Μήπως οι αντικειμενικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ; Μήπως γιατί το "λίπος" που τούχει απομείνει είναι οι συσωρευμένες ενοχές του ; Μήπως, μήπως..;
Έχουμε ακούσει, σκεφθεί, πεί και καταγράψει όλα τα μήπως με διαφορετική ο καθένας σειρά, και σε όλους τους χρόνους. Σαν έτοιμοι από καιρό έχουμε σκεφθεί και την επόμενη μέρα: πως θα τους εκδικηθούμε, πως θα τους τιμωρήσουμε, πως θα πάρουμε πίσω τις ζωές μας.
Στα δυό και μισό χρόνια αφότου οι μινώταυροι των αγορών αποφάσισαν πως θάμαστε το εκλεκτό τους έδεσμα έχουμε κατεβεί σε δεκάδες πορείες, άλλοτε μεγάλες σε όγκο, άλλοτε απογοητευτικές. Φεύγοντας πάντα με μια υπογλώσσια και ανομολόγητη συχνά πίκρα. Γιατί ποτέ καμμία από αυτές τις πορείες δεν έστειλε το μήνυμα που θέλαμε να φθάσει στα μάτια και στα αυτιά των φυσικών αποδεκτών-αυτουργών της εξαθλίωσής μας.
Μια εξαθλίωση τόσης έντασης που ούτε οι μουζίκοι της προεπαναστατικής Ρωσίας δεν απολάμβαναν. Ούτε επίσης οι Ισπανοί, οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλλοι, οι Ισλανδοί, οι Γάλλοι και πολλοί άλλοι λαοί, θύματα των πολιτικών της παγκόσμιας υπερσυσώρευσης του χρήματος για τους ελάχιστους και της εξαθλίωσης για τα μερικά δις πληθυσμού της γής.

Και αναπόφευκτα αυτή η σύγκριση είναι που μας τσακίζει. Είναι αυτή που μετά από κάθε διαδήλωση κατεβάζει τα κεφάλια, καταχωρεί στα κρυφά μια ακόμη ήττα, επισωρεύει μέσα μας μια ακόμη δόση απόγνωσης και απογοήτευσης. Επιταχύνοντας την αφομοίωση του Έξω στο Μέσα μας, εξαερώνοντας το στερεό της διάχυτης δυστυχίας ώστε να εισχωρήσει  ανεμπόδιστα όχι μόνο στο σώμα μας, αλλά στο νού και στην ψυχή μας.

Αυτή η σύγκριση όμως κάποτε θα έπρεπε και να μας προβληματίσει. Βάζοντας κάποια άλλα μήπως στους λογισμούς μας. Μήπως τελικά δεν φταίνε μόνο οι συνθήκες, οι άλλοι αλλά κι' εμείς ή μόνο εμείς ;

Μια τέτοια ομολογία αναπόφευκτα θα οδηγούσε στη διατύπωση νέων αιτημάτων που θα συμπυκνώνονταν σε ένα και μόνο σύνθημα:
ν' ανατρέψουμε τους εαυτούς μας πρώτα και μετά τους άλλους !
Σύνθημα που δεν είναι πρωτάκουστο στην ιστορία των κινημάτων, έχοντας διατυπωθεί σαν αναγκαιότητα στο προχώρεμα κάθε κοινωνικής εξέγερσης. Ίσως και μόνο η διατύπωσή του νάναι η  απολύτρωση για το κίνημα που θέλουμε να υπηρετήσουμε.

Να σπάσουμε λοιπόν τις αλυσίδες με τις οποίες έχουμε δεθεί και δέσει και το κίνημα. Η σκέψη όπως είπα δεν είναι νεοφανής. Όλοι θυμώμαστε την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα του Μάο τσε Τούγκ, άλλοι ως φωτεινό παράδειγμα αναγέννησης της επανάστασης, άλλοι πιο επικριτικά. Οι δεύτεροι ερμηνεύοντας την πολιτιστική επανάσταση ως ευκαιρία να εκκαθαρισθούν οι μανδαρίνοι του κόμματος που εποφθαλμιούσαν την εξουσία.

Όποια εκδοχή και αν ισχύει μένει μια αλήθεια. Ότι το όποιο άλμα στο Αύριο, η όποια έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα προϋποθέτει την διαρκή αναζήτηση της ελευθερίας από τα δεσμά που μας δένουν. Προϋποθέτει πως το Όνειρο που κάποτε μας ξύπνησε είναι το παρόν και όχι το παρελθόν μας. Προϋποθέτει την εγρήγορση του νού, την ενόραση της ψυχής.

Εμείς λοιπόν οι μανδαρίνοι στο χώρο της πολιτικής σκέψης, στο χώρο των κινημάτων, στο χώρο της πολυποίκιλης αριστεράς, ας δηλώσουμε κάποτε πως η εξουσία στο μαγαζί του ενός τετραγωνικού μέτρου, ίσαμε το μπόϊ της σκιάς μας δηλαδή, δεν είναι το όνειρό μας, αλλά οι αλυσίδες μας που θέλουμε να φορέσουμε σε όσο γίνεται περισσότερους. Κι' ας μετρήσουμε επιτέλους το μπόϊ της σκέψης μας.

Προς το παρόν αυτή μια ανατροπή έχει γίνει, άσχετο αν εμείς οι μανδαρίνοι της επανάστασης δεν τόχουμε αντιληφθεί. Και έχει γίνει σε χρόνους ανύποπτους, έχοντας βαδίσει  στο δρόμο της εκτροπής προς τον φασισμό. Που μέρα με τη μέρα θα εξαπλώνεται σαν την πανούκλα σε όλη την κοινωνία και σε όλα της τα στρώματα.

Πως αλλοιώς να εξηγήσω πως σε τούτο τον κόσμο που παρατηρεί, είτε από τα πεζοδρόμια, είτε από την τηλεόραση, είτε ακόμη και με βαριά τα πόδια κατεβαίνει στους δρόμους, ότι ηχούν παράταιρα πολλά από τα συνθήματα της πολυποίκιλης αριστεράς, ότι τα εξουσιαστικά της καμώματα σπέρνουν θλίψη.

Και θα επαναλάβω το χιλιοειπωμένο: Η Αριστερά στην 3η χιλιετία μόνο ως δύναμη ηθικής ανατροπής μπορεί να υπάρξει !
Ας ανατρέψουμε εμάς πρώτα. Για να μπορέσουμε μια μέρα να ανατρέψουμε τους άλλους.
φωτογραφία:
εξάρχεια, νυχτερινή θέα από τον κήπο της τσαμαδού.

υγ. και το νέο, που δεν είναι νέο αλλά παληό. Πριν ένα μήνα εδώ είχε γραφτεί.
Και σήμερα ήλθε η επιβεβαίωση: http://marketbeast.gr/?p=69273. Για να διαπιστωθεί για μια ακόμη φορά το ελλιπές της σκιάς μας.

Και μ' έχουνε μπαγλαρωμένο...

Θανάσης  Καρτερός  απο την Αυγη...
Το εισέπραξε το χτύπημα στον ώμο που επεδίωκε ο Σαμαράς στη σύνοδο κορυφής: Επικροτούμε την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης για την εκπλήρωση των δεσμεύσεών της... έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην επαναδρομολόγηση του προγράμματος προσαρμογής. Κάτι πήραμε κι εμείς, δεν έχουμε παράπονο - επαινούμε τις αξιοσημείωτες προσπάθειες του ελληνικού λαού. Μπορούμε συνεπώς να είμαστε όλοι, με πρώτο τον πρωθυπουργό, χαρούμενοι, γιατί κάναμε ένα ακόμα βήμα προς την αξιοπιστία. Και διά της αξιοπιστίας προς τη δόση.

Όπως είθισται όμως, το χτύπημα στον ώμο συνοδεύτηκε από τη γνωστή πρώτη και βασική εντολή: Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής και ενθαρρύνουμε τις προσπάθειές της να διασφαλίσει την ταχεία εφαρμογή του προγράμματος. Από τον Σαμαρά περιμένουν εν ολίγοις να συνεχίσει αποφασιστικά στην επιβολή της ίδιας πολιτικής και από μας να δεχτούμε όχι απλώς αδιαμαρτύρητα, αλλά με αίσθηση ελληνικού και ευρωπαϊκού καθήκοντος όσα επέρχονται με το νέο πακέτο. Τα περαιτέρω ανατίθενται στο επόμενο Eurogroup.
Ταύτα και μένω και μ' έχουνε μπαγλαρωμένο, έγραφε παλιά ο Μποστ. Διότι τι προκύπτει απ' όλα αυτά; Ότι στηρίζουν στη σημερινή συγκυρία Σαμαρά για να κάνει και εφόσον εξακολουθήσει να κάνει τη δουλειά (τους). Καλώς. Λένε και μια εντελώς αδέξια καλή κουβέντα για μας -προήχθημεν σε αξιοσημείωτους στα μάτια τους. Τις αποφάσεις όμως δεν θα τις λάβουν ούτε με βάση τις δικές μας διαθέσεις, ούτε με βάση όσα τους λέει η ελληνική κυβέρνηση. Επ’ αυτού επαναλαμβάνουν το απλούστατο και απολύτως σαφές: Αναμένουμε την έκθεση της τρόικας. Τους συγκινούν μεν η αποφασιστικότητα του Σαμαρά, η ευαισθησία του Κουβέλη, τα μαθηματικά του Στουρνάρα, αλλά... ό,τι πει η τρόικα.
Εξ ου και ο Σαμαράς, που το έπιασε το υπονοούμενο, διαβεβαίωσε τους ομολόγους του ότι λίαν συντόμως θα υπάρξει συμφωνία με την τρόικα. Που όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, τα οποία εν συντομία εκτίθενται, πάει να πει ότι θα επιδείξει αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του προαπαιτούμενου των προαπαιτούμενων: Ό,τι πει η τρόικα. Και θα αποδείξει σε όλους μας ότι η επαινούμενη αποφασιστικότητά του δεν είναι αποφασιστικότητα απέναντι στους δανειστές και στην τρόικά τους, αλλά αποφασιστικότητα απέναντι σε μας. Συνεπώς επιβεβαιώνεται από κοτζάμ σύνοδο κορυφής: Ταύτα και μένω και μ’ έχουνε μπαγλαρωμένο.

Τα εφτά τραύματα...

του Παντελη Μπουκαλα απο την Καθημερινη...
Δηλαδή τι; Υπήρχε μήπως πιθανότητα να απαιτήσει οποιοσδήποτε να δοθεί μάχη «για τους επίορκους, τους ανεπαρκείς, τους αργόμισθους και τους απόντες του Δημοσίου» και την προστασία τους; Φανερά τουλάχιστον, όχι. Διότι υπάρχουν και «τα μάτια του κόσμου».
Οπότε, τι ακριβώς ήθελε να πει ο κ. Βενιζέλος όταν διαβεβαίωνε τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με ύφος πολεμικό ότι το κόμμα του «δεν πρόκειται να δώσει μάχη για τους επίορκους, τους ανεπαρκείς, τους αργόμισθους και τους απόντες»; Με ποιον ανέπτυσσε «εσωτερικό διάλογο»; Με τους εναπομείναντες συνδικαλιστές του κόμματός του μήπως και με τα στελέχη του, που ξέρουν πολύ καλά ποιος φόρτωσε μαζικά στο Δημόσιο τους ανεπαρκείς, τους αργόμισθους και τα λοιπά πελατειακά άνθη;
Είναι να τους κάνεις χάζι ώρες ώρες τους πράσινους και τους γαλάζιους κυβερνήτες. Με το βλέμμα της βαθύτατα αθώας απορίας που μόνο τα παιδιά δικαιούνται, κι αυτά ώς τα δέκα τους, ανακαλύπτουν τη μια Αμερική μετά την άλλη, ή μάλλον τη μια επτάδα των τραυμάτων του κόσμου μετά την άλλη. Λες και μόλις χθες εμφανίστηκαν στη χώρα έπειτα από απουσία δεκαετιών, λες και ουδέποτε τους ανατέθηκε ευθύνη εξουσίας.
Κι ακούνε τώρα οι άμωμοι για πρώτη φορά λέξεις κακόηχες, όπως «δικά μας παιδιά», για να μη θυμηθούμε τους ονομαστούς κάποτε «κλαδικάριους» και «πρασινοφρουρούς».
Αθώοι του αίματος αυτοί, αθώοι και του χρήματος. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο το ρουσφέτι. Μπορεί να είναι χειρότερο κι από το ακατάσχετο χαλάζι καλοκαιριάτικα, αλλά δεν γίνεται να το φορτώσουμε κι αυτό στην «εκδίκηση της Φύσης» ή στην «οργή του Θεού».
Αν ήταν έτσι, θα κάναμε δυο-τρία ευχέλαια και ισάριθμους εξορκισμούς και θα περιμέναμε γαλήνια τις υπερφυσικές και μεταφυσικές παρεμβάσεις. Και για μεν τους επίορκους η κομματική ευθύνη δεν αφορά την πρόσληψή τους, αλλά την προστασία που τους παρασχέθηκε αφότου αποδείχθηκαν επίορκοι, οπότε «τιμωρήθηκαν» τόσο συμβολικά που να μην απομείνει δράμι νόημα στο έρμο το σύμβολο.
Αλλά για τους αναρίθμητους υπόλοιπους που τους δόθηκε πόστο παρ’ αξίαν ή ένα κοψίδι αργομισθίας, ώστε και να εξασφαλιστεί η ψήφος τους και να ψευτονομιμοποιηθεί η υψηλή διαφθορά διά της χαμηλής, η ευθύνη είναι βαριά. Κι είναι όλη δική τους.
Εξού και η μάχη που και τώρα ακόμα δίνεται για να σωθούν. Ασχετα με το τι ηρωικό λέγεται στις κάμερες.

Και τωρα τι κανουμε;;;

Ιστοριες συνωμοσιας - εναντια στο σκοταδισμο...
Ήρθε λοιπόν, μοιραία, η εποχή που πρέπει εκατομμύρια κόσμου να αναθεωρήσουν όλα όσα ήξεραν. Αφού όλα όσα ήξεραν, ξεκίναγαν από μια  στάνταρ βάση. Δουλειά. Και όχι απλά δουλειά. Αλλά κάτι που να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Από αυτό το σημείο ξεκίναγαν όλα τα σχέδια που μπορούσε να κάνει κάποιος για τη ζωή του, όλα τα σχέδια που θα μπορούσε να κάνει για τα παιδιά του και για τα γεράματά του. Από εκεί ξεκινούσε επίσης η θεμέλια λίθος ενός πολιτεύματος. Ο νομιμόφρων πολίτης.
Αυτά τα εκατομμύρια νομίμοφρονων πολιτών δεν είχαν καν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τι ακριβώς θα κάνουν αν τους αφαιρεθεί από πάνω τους η δυνατότητα να έχουν ένα εισόδημα, οποιαδήποτε κι αν είναι η ιδιότητά τους. Δηλαδή απόφοιτοι δημοτικού, λυκείου, πανεπιστήμιου, ελεύθεροι επαγγελματίες, τεχνίτες, εργάτες και οτιδήποτε άλλο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά απολύτως γνώση του τι σημαίνει να μείνεις εκτός συστήματος.

Και με δεδομένο πως στα πλάνα τους δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να γίνουν πουτάνες, νταβατζήδες, μπράβοι, κλέφτες, δολοφόνοι ή απλά άστεγοι που θα τη βγάζουν στα παγκάκια και στους υπονόμους, το μεγάλο ερώτημα πέφτει βαριά κι ασήκωτα στο τραπέζι. Τι στο διάολο θα κάνουμε. Χωρίς εισόδημα δεν ζεις. Με εισόδημα πέντε - έξι κατοστάρικα και σε πολλές περιπτώσεις κάτω από αυτό δεν ζεις. Δεν μπορείς όχι απλά να πληρώσεις όσα σου ζητάνε από το κράτος, δεν μπορείς να πληρώσεις για σπίτι, για φαΐ, δεν μπορείς να μεγαλώσεις παιδιά ούτε να γεννήσεις νέα, δεν μπορείς να τη βγάλεις καθαρή σε κανένα τομέα.

Κι όταν λέμε δεν μπορείς, είναι ξεκάθαρο. Η επιβίωση καθορίζεται από τις αντοχές του κάθε ατόμου και τις δυνατότητες του να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να ζεσταθεί, να γιατρέψει την αρρώστια του. Δεν εξαρτάται από ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ. Δεν υπάρχουν άνθρωποι γκουρού σ΄αυτό το τόπο που να μπουν κάτω από το χώμα για ένα δυο χρόνια κρατώντας την αναπνοή τους μέχρι η ντόπια και ξένη Τρόικα να δώσουν το σήμα. Εμπρός μαρς τώρα τρως!!

Το πότε θα υπάρξει πλεόνασμα, ανάπτυξη, εξόφληση του χρέους, επενδύσεις από όποιον του κ@υλώσει, δεν είναι σε συνάρτηση με το πως θα ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΤΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ, ΤΩΡΑ. Οι θυσίες του ελληνικού λαού , φράση καραμέλα στα χείλη των θρασύτατων, δεν είναι τρόπος του λέγειν, είναι η στυγνή πραγματικότητα που σιγά σιγά γίνεται κυριολεξία. Δεν θα είναι θυσία τρόπος του λέγειν, αλλά η στυγνή πραγματικότητα. Όσοι αφαίρεσαν και όσοι θα αφαιρέσουν τη ζωή τους απελπισμένοι είναι ΘΥΣΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ. Όσοι ασθενείς πεθάνουν γιατί δεν θα μπορούν να πάρουν φάρμακα ή να κάνουν ένα χειρουγείο, μια θεραπεία επίπονη, μια παρακολούθηση προσεκτική ενός σοβαρού προβλήματος υγείας θα είναι ΘΥΣΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ. Όσοι άνθρωποι πεθάνουν από πείνα, κρύο, κακουχίες, θα είναι ΘΥΣΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ. Δεν είναι απαραίτητο ότι θα το μάθουν τα γελοία ΜΜΕ. Δεν είναι απαραίτητο πως εμείς οι υπόλοιποι θα το ξέρουμε. Θα συμβαίνει γύρω μας. Θα το ξέρουν οι νεκροθάφτες ή τα σκυλιά στο δρόμο.

Χωρίς δουλειά, ή με δουλειά που σου δίνει ψίχουλα που δεν μπορούν να καλύψουν καμιά ανάγκη οι άνθρωποι καλούνται να επιλέξουν δυο πράγματα. Το θάνατο ή τη παρανομία. Η θα πεθάνουν ή θα κλέψουν. Η θα πεθάνουν ή θα κάνουν πιάτσα, θα γίνουν βαποράκια, θα οργανώνουν κομπίνες, θα φτιάξουν συμμορίες. Οι εναλλακτικές λύσεις του είδους πάμε να καλλιεργήσουμε ένα χωραφάκι είναι επίσης ωραίες ιδέες αλλά ουτοπία για χιλιάδες κόσμο που δεν έχουν ούτε ένα γαμημένο χωραφάκι να καλλιεργήσουν ούτε μπορούν τώρα να αγοράσουν. Οι μέχρι πρότινος λοιπόν Έλληνες νοικοκυραίοι πρέπει να πάρουν εντατικά μαθήματα πως ζεις στο Μπρονξ. Πως ζεις στα υποβαθμισμένα προάστια του Λονδίνου, κάτω από τις γέφυρες του Παρισιού, πως ζεις στα υπόγεια, στα γκέτο, ανάμεσα στο περιθώριο όλου του υποτιθέμενου "καθώς πρέπει" κόσμου.

Η πολυτέλεια του σε τρία , τέσσερα , δέκα ή εκατό χρόνια θα μπορέσουμε να ξοφλήσουμε και να δούμε τι θα κάνουμε περιορίζεται πλέον στις οικογένειες που κλέψανε αισχρά αυτό το τόπο και που αλωνίζουν και κάνουν ότι τους γουστάρει, στα παρατρεχάμενα δουλικά τους και στους μαυραγορίτες που θα χεστούν στο χρήμα όπως έγινε και στη κατοχή.  Η πολυτέλεια αυτή του να περιμένεις χωρίς να σβήσεις κάπου σαν το σκυλί, δεν ανήκει στη πλειοψηφία ενός λαού που αυτή τη στιγμή είναι το τελευταίο δεδομένο στις πλατφόρμες συναλλαγών των πολυτελών λαπ τοπ που ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου.

Τι μας ζητάτε λοιπόν κύριοι? Μας νομιμοποιείται να κλέψουμε? Να σκοτώσουμε? Να τα κάνουμε όλα ρημαδιό? Να γίνουμε θηρία αδέσποτα που θα φάμε ο ένας τον άλλον? Μας ζητάτε  να γίνουμε σκλάβοι που θα δουλεύουμε με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί? Θα βάλετε και τα μικρά παιδιά να δουλεύουν? Και που? Δεν έχουμε φυτείες από κακάο , βαμβάκι και σιτηρά. Δεν έχουμε ορυχεία διαμαντιών και χρυσου. Δεν έχουμε εργοστάσια παραγωγής για κουκλάκια και κινητά. Μήπως υπολογίζετε να το κάνετε ασιατική μπουρδελούπολη να βάλουμε στη σειρά τα παιδιά μας για να έρχονται Ευρωπαίοι παιδεραστές με γκρουπ να τα πηδάνε? Μήπως θέλετε να κάνουμε τα χωράφια μας Κολομβία κι αντί για λάχανα να βγάζουμε πρέζα?

Αδυνατούμε πλέον να καταλάβουμε που το πάτε. Όλα αυτά αξίζουν το ευρώ. Την ενωμένη Ευρώπη. Ποια ενωμένη Ευρώπη? Σ' ένα σώμα υπάρχει αίμα, κόκαλα, όργανα, μυαλό, καρδιά, μάτια, μύτη, στόμα, υπάρχουν και τα σκατά που βγάζει. Θεωρείτε επίτευγμα να παραμείνετε στο σώμα σαν σκατά?  Κι όλα αυτά επειδή χιλιάδες κόσμος δεν έχει πάρει χαμπάρι ακόμα τι του ξημερώνει και θα το βλέπει λίγο λίγο καθώς θα παίζει στριπτ πόκερ στο στημένο παιχνίδι? Πρέπει όλοι να μείνουμε τσίτσιδοι για να καταλάβουμε τη γύμνια μας?

Οι άνθρωποι που δεν έχουν να πληρώσουν ήδη τις τράπεζες αντιμετωπίζονται από τις εισπρακτικές σαν κλέφτες και τους απειλούν, εκείνοι που δεν έχουν να πληρώσουν φόρους τους απειλούν ότι θα τους παρακρατήσουν τους μισθούς, τις συντάξεις, τους θεωρούν κλέφτες επίσης... Κι είναι νόμος. Όταν κάποιος ξεπεράσει το στάδιο της αξιοπρέπειας και τον ξεφτιλίσουν , τον στοχοποιήσουν σαν κλέφτη, σαν απατεώνα, σαν απόβλητο, απέχει μια τρίχα από το να γίνει στ΄αλήθεια. Όταν μια γυναίκα κάνει μια σχέση μ΄εναν που δε γουστάρει για να της δώσει ένα φράγκο να τη βγάλει πέρα απέχει μια τρίχα από το να γίνει βιζιτού. Ένας νέος όταν μείνει χωρίς προοπτική, χωρίς φράγκο στη τσέπη απέχει μια τρίχα από το να βρεθεί κάποιος εξυπνάκιας και να τον εισάγει στη κόλαση.

Η ανάκαμψη σας, οι επενδύσεις σας, και τα πλεονάσματά σας μπορεί κάποια μέρα, αφού θα έχετε φάει και το τελευταίο ξύγκι από αυτή τη δύστυχη πατρίδα, να έρθουν αλλά από κάτω τι θα έχετε δημιουργήσει. Τι τέρας θα έχετε γεννήσει βρε αθεόφοβοι? Το έχετε σκεφτεί? Μας απειλείτε με χρεοκοπία. Αλλά ποιους απειλείτε? Εμάς? Πως να απειλήσεις βρε χαϊβάνι κάποιον που δεν έχει τίποτα πια να χάσει?

Το μεγάλο δίλημμα αυτή τη στιγμή μέσα μας δεν είναι αυτή η βλακεία που επαναλαμβάνετε συνέχεια, το αληθινό μας δίλημμα είναι πως να καταφέρουμε να αντέξουμε να μείνουμε άνθρωποι με αξιοπρέπεια όταν όλα μας σπρώχνουν στο να ξεφτιλιστούμε. Το δίλημμά μας είναι όπως οι Σουλιώτισες να πέσουμε από το βράχο ή να γίνουμε χανουμάκια? Όπως οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου. Να πεθάνουμε ελεύθεροι ή να παραδοθούμε ζωντανοί? Όπως οι αντιστασιακοί στη γερμανική επέλαση. Να αντισταθούμε ή να βάλουμε κουκούλες? Το ερώτημα που δεν ξέρουμε να απαντήσουμε οι περισσότεροι είναι αν μέσα μας έχει μείνει ένα κομμάτι δόξας ή αν έχουμε καταντήσει στ΄αλήθεια δουλικά.

Το μέλλον μπροστά μας θα το δείξει. Κι αν δεν έχει μείνει ίχνος από αυτή τη δόξα, τότε σας συγχαίρω. Μας ξέρατε καλύτερα από ότι ξέραμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας....

Οι άνθρωποι που έχουν ακόμα τα κρατήματά τους, που ζουν σ΄ενα ωραίο σπίτι και έχουν μια δουλειά έστω και υποβαθμισμένη αλλά κανονική με τον μισθό τους χίλια +, που πάνε στο γιατρό τους, κινούν το αυτοκίνητό τους, και δίνουν χαρτζιλίκι στα παιδιά τους, θεωρούν κάτι τέτοια κείμενα γελοία, υπερβολικά και λαϊκίστικα. Όμως εγώ καθώς τα γράφω φέρνω στο μυαλό μου την Χ, τη συνάδελφό μου που πριν τρία χρόνια έκανε σχέδια και τώρα ζει μόνο για να πληρώνει τη δόση από το δάνειο και το παιδί της το έχει αναλάβει ο παππούς και η γιαγιά. Φέρνω στο μυαλό μου τον Μ που απολύθηκε 55 χρονών με έμφραγμα και που γυρνάει τις εταιρείες παρακαλώντας αν έχουν ένα μεροκάματο ακόμα και καθαρίστριας. Φέρνω στο μυαλό μου τους γείτονες που τους είδα να ουρλιάζουν καθώς έμπαινε  η κορδέλα γύρω από το σπίτι. Φέρνω στο μυαλό μου ένα γέροντα που στήνεται κάθε μέρα μπροστά στο μετρό και τον πηγαίνουμε να το αγοράσουμε γάλα και ψωμί για να μην πεθάνει από τη πείνα. Φέρνω στο μυαλό μου τα ξαδέλφια μου που φύγανε στα πενήντα τους μαζί με τα παιδιά τους σ΄ενα θείο που είχαν στην Αμερική αφήνοντας όλη τη ζωή τους πίσω τους. Φέρνω στο μυαλό μου τον Κ που χρεοκοπημένος και εγκαταλειμμένος πια από συγγενείς και φίλους έχει παρκάρει μ΄ενα βαλιτσάκι έξω από το σούπερ μάρκετ και τον κερνάμε ένα καφέ κι ένα τσιγάρο....

Για όλους αυτούς και χιλιάδες άλλους το κείμενο δεν είναι λαϊκισμός ούτε υπερβολή. Είναι η ζωή που ζουν ήδη.

Δημοσιευθηκε με τον τιτλο:  ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ Η ΜΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΗ?

Ο δημαρίτης κι ο χρυσαυγίτης ή αλλιώς θεωρία και πράξη...

του Γιαννη Μακριδακη...
Τελικά η ιστορία αυτή με τα δύο άκρα ισχύει. Μόνο που είναι και τα δύο ακροδεξιά. Η θεωρία και η πράξη.
Ο Δημαρίτης φοράει κοστούμι και έχει μπροστάρη τον θλιβερό Κουβέλη να υποστηρίζει την θεωρία της άκρας δεξιάς, κορδιζόμενος κιόλας ο άθλιος πως δίχως την συμμετοχή τους, αυτή η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί, και ο Χρυσαυγίτης φοράει τις μαύρες μπλούζες και τα άρβυλα, έχει μπροστάρη τον γελοίο Μιχαλολιάκο και κάνει πράξη την θεωρία με στελιάρια και βοθρολύμματα που πηγάζουν από τα έγκατα της ύπαρξής τους.
Όποιος έχει κάποια ένσταση ή αμφιβολία επ’ αυτού ή όποιος το θεωρεί υπερβολική άποψη δεν έχει παρά να σκεφτεί τα εξής:
Η εξαθλίωση μέσω βάρβαρων μέτρων λιτότητας, ο ρατσισμός και το ξεπούλημα των εθνικών πόρων είναι οι τρεις βασικές συνέπειες της εποχής που βιώνουμε.
Ποιος στηρίζει την ακροδεξιά κυβέρνηση Σαμαρά και τους φασίστες με κουκούλα υπουργού, που λέγανε προεκλογικά ότι θα ανακαταλάβουν οι Έλληνες τις πόλεις, ότι οι παιδικοί σταθμοί είναι γεμάτοι παιδιά μεταναστών κι αυτό θα λάβει τέλος και άλλα τέτοια ναζιστικά; Ο Κουβέλης και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος κατόπιν βγαίνει στο δρόμο και χτυπάει μετανάστες, ακόμα και με τα νήπια δεν διστάζει να σχηματίσει λίστα για ρατσιστικές εφόδους; Ο Μιχαλολιάκος και κάθε επώνυμος και ανώνυμος Χρυσαυγίτης
Ποιος στηρίζει τα μέτρα εξαθλίωσης του πληθυσμού, βγαίνοντας πού και πού με θεατρινισμούς αντιστασιακού, οι οποίοι ξεφουσκώνουν σε μερικές ώρες για να επέλθει η συμφωνία; Ο Κουβέλης ο θλιβερός και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος έχει κατονομάσει άχρηστους που χρίζουν ευθανασίας και θα βγει σε λίγο στο κυνήγι τους (για όσους δεν έχει βγει ακόμα), όλους τους άνεργους, άστεγους, ανάπηρους, ομοφυλλόφιλους κ.α. της εξαθλιωμένης κοινωνίας μας; Ο Μιχαλολιάκος ο γελοίος και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Χρυσαυγίτης.
Ποιος στηρίζει τα αποικιοκρατικά σχέδια των πολυεθνικών, οι οποίες με μεταλλεία, με ΒΑΠΕ, με εξορύξεις και αντλήσεις διάφορες σε στεριά και θάλασσα έρχονται σαν τα κοράκια να πέσουν πάνω στο πτώμα και καταστρέψουν την Ελλάδα αυξάνοντας μονάχα τα κέρδη τους; Ο Κουβέλης και οι “επιστήμονές” του, αλλά κι ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος έχει εμφανιστεί ήδη σε κάποιες περιπτώσεις με στελιάρια και σε λίγον καιρό θα εμφανίζεται συνεχώς απέναντι σε κάθε διαμαρτυρία πολιτών που αντιστέκονται στην καταστροφή του τόπου τους, για να πάρει το μέρος των εταιριών που θα ανοίξουν δήθεν θέσεις εργασίας για Έλληνες κλπ μπούρδες; Να μην το ξαναγράφω και σας κουράζω, ξέρετε ποιος.
Δεν υπάρχει καμία φάση και έκφανση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας, κατά την οποία να μην βλέπουμε το δίπολο θεωρία-πράξη να αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στο δίπολο των νεοεισερχόμενων στη Βουλή κομμάτων, της Δημάρ και της Χρυσής Αυγής.
Και ο εκπορνευμένος και ξεπουλημένος συνειδησιακά επιστήμονας και καθώς πρέπει πολίτης, είναι πιο επικίνδυνος από τον κρετίνο που δέρνει και βρίζει.
Ισχύει τελικά η ιστορία αυτή με τα άκρα αλλά είναι τα δυο άκρα του φασισμού που μας κυβερνά. Η υποκρισία της θεωρίας και η ηλιθιότητα της πράξης.

Χωρισμός...

Πιτσιρικος..

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί από εμάς διαπιστώσαμε πως κάποιοι από τους ανθρώπους που συναναστρεφόμασταν ή κάποιοι από τους φίλους μας ήταν εντελώς για τα μπάζα αλλά δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι τόσα χρόνια γιατί η επίπλαστη ευημερία κάλυπτε τους σκατοχαρακτήρες τους.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έχασαν τη δουλειά τους και διαπίστωσαν πως κάποιοι από τους φίλους τους τους έκαναν παρέα μόνο και μόνο επειδή ήταν κιμπάρηδες και χουβαρντάδες, οπότε –με το πού τελείωσαν τα φράγκα- εξαφανίστηκαν και αυτοί οι φίλοι.
Κάποιοι άλλοι διαπίστωσαν πως το μωράκι τους δεν ήταν η τρυφερή σύντροφος που πίστευαν ότι ήταν αλλά μια τεμπέλα πουτάνα πολυτελείας που έγινε σκύλα μόλις αντιλήφθηκε πως ο μαλάκας που την τάιζε, την έντυνε και την πήγαινε στα μπουζούκια είναι πια ταπί και απελπισμένος.
Αρκετοί άλλοι διαπίστωσαν πως κάποιοι φίλοι τους ήταν φασισταριά αλλά δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να το δείξουν επειδή ήταν συνέχεια πάνω στα τραπέζια και χόρευαν τσιφτετέλι.
Η οικονομική κρίση –που δεν είναι κρίση γιατί θα κρατήσει για πάντα- ξεκαθάρισε κάποιες ανθρώπινες σχέσεις, αφού έκανε πολλούς ανθρώπους να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο χωρισμός και η οριστική διάλυση των σχέσεων είναι σχεδόν αναπόφευκτος.
Είναι δύσκολο να αποχωρίζεσαι οριστικά έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκες ωραίες και άσχημες στιγμές της ζωής σου, ακόμα κι αν ξέρεις πως είναι ένας άνθρωπος που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχες κάνει φίλο σου.
Το να αποχωρίζεσαι ανθρώπους είναι ένας μικρός θάνατος.
Προσωπικά, δεν μπορώ καθόλου τους αποχωρισμούς και πληγώνομαι βαθιά, όταν πρέπει να βγάλω από τη ζωή μου ανθρώπους με τους οποίους πέρασα πολλά χρόνια.
Βέβαια, το τελευταίο διάστημα, νομίζω πως έχω βρει τον ιδανικό και πιο ανώδυνο τρόπο για να κρατάω μόνο τις καλές στιγμές και να απαλύνω την σκληρή και μοιραία ώρα του οριστικού χωρισμού με κάποιους αγαπημένους ανθρώπους που δεν είναι πια αγαπημένοι.
Κοιτάω τον άλλον στα μάτια και λέω: Αντίο. Ας είναι ελαφριά η μαλακία που σε δέρνει.
(Να το λέτε κι εσείς.)

Μιλώντας για την γενιά μου...

Άρθρο αναγνώστριας του blog Αντικλειδι...

Μέχρι πρότινος  η δική μου γενιά,  η  γενιά δηλαδή  που  πρωτοείδε το ελληνικό φως  κάπου εκεί στην δεκαετία του  ‘ 70 θεωρείτο κατά γενική ομολογία προνομιούχα.
Είχε την εξαιρετική τύχη να μη βιώσει ούτε πολεμικές συρράξεις ούτε και την καταστροφή , την εξαθλίωση και την φτώχια που αυτές αφήνουν στο πέρασμά τους. Θεώρησε ως δεδομένο πως θα αποκτήσει μια σαφώς υψηλότερου επιπέδου σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές μόρφωση (όπερ και εγένετο)  και βγήκε στην αγορά εργασίας  έχοντας επίσης για δεδομένο πως θα απολάμβανε μια πληθώρα εργασιακών δικαιωμάτων  ή στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να αξιώσει  προστασία από την όποια τυχόν καταστρατήγησή τους.
Γνώριζε από την άλλη  – συνειδητά ή ασυνείδητα- ότι διέθετε στη φαρέτρα της  πολλές άλλες  ατομικές, πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες (όπως για παράδειγμα αυτές της έκφρασης, της Τέχνης, του Τύπου, του συνδικαλίζεσθαι, του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κλπ) και ότι  θα μπορούσε να κάνει  απρόσκοπτα και ανεμπόδιστα χρήση τους ανά πάσα στιγμή. Παράλληλα, αντιμετώπιζε ως αυτονόητη την τουλάχιστον επιφανειακά πολιτική σταθερότητα και κοινωνική ειρήνη που επικρατούσε στην Ελλάδα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέσα στα οποία αυτή η γενιά μεγάλωνε και ανδρωνόταν.  Το ίδιο αυτονόητη θεωρούσε  και την εναλλαγή αυτοδύναμων κυβερνήσεων εκλεγμένων  με τις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες που σχεδόν στην συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν ορίζοντα τετραετίας.
Ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να το ψάξει λίγο παραπάνω  και να αναρωτηθεί από πού και πώς προήλθαν αυτά τα κεκτημένα δικαιώματα. Ήταν για αυτήν  το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε τόσα χρόνια. Ίσως ήταν πολύ απορροφημένη με το να ασχολείται με τη μόρφωση, την κατάρτιση και την επαγγελματική της σταδιοδρομία, ίσως από την άλλη να μη χρειάστηκε να μπει στη διαδικασία να σκεφθεί ότι κάθε δικαίωμα που η ίδια απολαμβάνει,  κάνει χρήση ή αξιώνει την προστασία  του δεν ήρθε ουρανοκατέβατο ούτε δόθηκε από την Πολιτεία  χαριστικά και γενναιόδωρα.
Όταν ήρθε η Κρίση και τα Μνημόνια στην Ελλάδα, αυτή η σε αρκετά μεγάλο βαθμό απολιτίκ  γενιά ανακάλυψε –the hard way-  ότι αυτά τα δικαιώματα όπως και πολλά άλλα πράγματα στη ζωή  δεν είναι δεδομένα. Η ανεργία, η  απαλλοτρίωση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων,  η εξαφάνιση της προσδοκίας για συνταξιοδότηση,  η απαξίωση  μέσω βαριάς φορολογίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που είτε η ίδια απέκτησε με τη δουλειά της είτε κληρονόμησε, η  χρήση  ωμής αστυνομικής βίας για καταστολή  πάσης φύσεως διαδηλώσεων  και διαμαρτυριών, η πολιτική αστάθεια που κάποιες φορές συνοδεύτηκε από συνταγματικές παρεκκλίσεις   ήταν μερικά μόνο από τα νέα ζοφερά δεδομένα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Τις περισσότερες φορές όλες αυτές οι παραβιάσεις  δικαιωμάτων  υποτίθεται πως γινόντουσαν και συνεχίζουν να γίνονται εν ονόματι μιας μεταρρύθμισης  ή κάποιων αναγκαίων περικοπών με την προοπτική μιας αμφίβολης μελλοντικής οικονομικής και όχι μόνο ανάπτυξης στο πλαίσιο πάντα της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Και ενώ  όλος αυτός ο κοινωνικός αναβρασμός εκτυλίσσεται μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα φόβου και ανασφάλειας, φαινόμενα ρατσισμού και εκφασισμού μέρους της κοινής γνώμης έρχονται να προστεθούν  στα ήδη υπάρχοντα νοσηρά φαινόμενα αναξιοκρατίας, διαφθοράς και ατιμωρησίας που χρόνια ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία και εξαφανίζουν και τα τελευταία  ψήγματα Δημοκρατίας και Ισονομίας που  της έχουν απομείνει .
Το γεγονός ότι αυτή η γενιά (και ως ένα βαθμό οι κάπως νεότερες) έχει  καρπωθεί σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές κατακτήσεις των προηγούμενων ούτε την δαιμονοποιεί ούτε και την καταδικάζει. Άλλωστε είναι γνωστό ότι αυτοί που κάθε φορά αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη και πιο αξιοπρεπή ζωή δεν  το κάνουν μόνο για  το δικό τους μέλλον αλλά κυρίως και πρωτίστως το κάνουν για  το μέλλον των παιδιών τους. Ίσως όμως θα έπρεπε να  αναλογιστεί πως κάθε φορά που κάποιο  ατομικό, πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα κατακτιέται   και θεσμοθετείται  κατόπιν  μακροχρόνιων και επώδυνων κάποιες φορές αγώνων  είτε στο δρόμο είτε στους χώρους εργασίας  είτε στο Κοινοβούλιο για να μη μείνει κενό γράμμα και για να μην καταστεί  ένα ανεφάρμοστο και ανενεργό εδάφιο σε κάποιο συνταγματικό ή νομοθετικό κείμενο χρειάζεται αφενός επαγρύπνηση και αφετέρου ισχυρά δημοκρατικά αντανακλαστικά.
Υπό αυτή την έννοια,  η περίοδος χάριτος  γι’ αυτή τη γενιά τελειώνει ακριβώς εκεί που αρχίζουν οι ευθύνες της. Το μόνο σίγουρο είναι ότι καμιά πολιτική ή άλλη εξουσία δεν θα της παραχωρήσει κανένα προνόμιο ή δικαίωμα χωρίς η ίδια να αγωνιστεί δυναμικά για να το κατοχυρώσει.  Αν  συνεπώς στη δεδομένη πολιτική  και οικονομική συγκυρία  επιδείξει ολιγωρία ή αδιαφορία  και  δε διεκδικήσει όλα όσα τόσο βίαια της απαλλοτριώνουν, αν αρνηθεί να μεταπηδήσει από το Εγώ στο Εμείς, έχοντας κατά νου μόνο πως θα μπορέσει να   επιβιώσει με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες μέσα στο μάτι του κυκλώνα που έτυχε να βρεθεί, τότε  αυτή η γενιά  – η δική μου γενιά – πέρα από τα δικαιώματά της και την ήδη χαμένη της ξενοιασιά και αθωότητα θα χάσει και κάτι πολύ σημαντικότερο: Tη  δυνατότητα της να γράψει Ιστορία.
Δήμητρα Σαρβάνη

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Οι ευθύνες σε τρίτο πρόσωπο...

newsnow.gr
του Πολύφημου
Γενική απεργία 18/10/2012. Γενική απεργία 26/9/2012. Μια γενική απεργία των τελευταίων μηνών. Οποιαδήποτε. Λίγες ημέρες πριν μια νέα ανακοίνωση μέτρων, λίγες ημέρες πριν οι εκφοβιστικές σειρήνες των νομίμως εκλεγμένων διαχειριστών-δημίων μας ηχήσουν ξανά. Τυποποιημένη επανάληψη.
Συνδικαλιστές, συνδικάτα, σωματεία για μια φορά ακόμη στα κάγκελα. Αφίσες, ντουντούκες, καλέσματα. Όλοι προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους να κατέβουν στην απεργία. Όλοι κατακεραυνώνουν τα μέτρα. Τα νέα κάθε φορά μέτρα. Τα προαποφασισμένα, όπως εκ των υστέρων έχει γίνει συνήθεια ν’ αποδεικνύεται, μέτρα.
Οι εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους παγωμένοι και φοβισμένοι από αυτά που τους έχουν βρει τα τελευταία χρόνια. Σαφώς και υπάρχει διαχωρισμός από ποιόν και το τι λέγεται κάθε φορά. Δεν ξεχνά κανείς το πώς οι κυβερνητικές / εργοδοτικές πλειοψηφίες των συνδικαλιστικών οργάνων μας έφτασαν στο 1 ευρώ αύξηση. Το πώς έφτασαν το συνδικαλισμό να γίνει ταυτόσημος με εφαλτήριο για πολιτικές καριέρες. Το πώς εντέχνως, με όλα αυτά, έφεραν το συνδικαλιστικό κίνημα στην πλήρη του απαξίωση.
Τα ΜΜΕ δεν απεργούν για να καλύψουν την απεργία, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς λειτουργούν προκειμένου ο κόσμος να κατέβει στην απεργία, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη και οι αρχές εκείνες που είναι αρμόδιες για την τάξη –και την περασμένη εβδομάδα απαγόρευαν «τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»- έχει κάνει την απαιτούμενη διαφήμιση στο νέο μας απόκτημα από το Ισραήλ τον «Αίαντα» και όλες τις «αδελφές» αντλίες νερού προκειμένου να μας φοβίσει.Παρόλα αυτά ο κόσμος δίνει το δικό του παρόν στο κέντρο της Αθήνας.
19/10/2012 όπως 27/09/2012, όπως πολλές άλλες «επόμενες» μέρες από γενικές απεργίες. Πίσω στη δουλειά με μια απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των περισσοτέρων απεργών,για διαφορετικούς λόγους ενδεχομένως ο καθένας. Ο ένας γιατί νιώθει κουρασμένος να κατεβαίνει σε κάθε συλλαλητήριο και σε κάθε απεργία και να βλέπει τις ίδιες περίπου φάτσες. Ο άλλος γιατί περίμενε ότι έστω και κάποιο μέτρο θα είχε ανακοπεί. Ο τρίτος γιατί έχει βαρεθεί να κάνει πέντε φορές την κάθε πορεία για να βρει τον έναν συνάδελφο στην μία συγκέντρωση και τον άλλο στην άλλη για να διαπιστώσουν όλοι τα πλεονεκτήματα του «μαζί πιέζουμε».
Και η απογοήτευση μετατρέπεται σε θυμό όταν ακούς από αυτούς που δεν απεργούν ποτέ φράσεις του τύπου «Και τώρα τι κάνατε;», «Πήγατε τη βόλτα σας και γυρίσατε;», «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει», «Αν προκηρυχθούν συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις δεν θα είμαστε εκεί» (λες και ήταν στις 24ωρες), «Δεν τα βγάζουμε οικονομικά για να κάνουμε απεργία», «Ας βρούνε εναλλακτικούς τρόπους αγώνα», «Συμφέρει το κράτος / εργοδότη όταν κάνουμε απεργία γιατί δεν μας πληρώνει» και άλλα τέτοια κοινότοπα φληναφήματα.
Βαρέθηκα να μεταθέτουμε τις ευθύνες μονίμως στους άλλους. Φταίει η Κυβέρνηση για τα μέτρα που παίρνει, την οποία κάποιοι εξέλεξαν. Φταίνε οι συνδικαλιστές, τις ηγεσίες των οποίων κάποιοι εξέλεξαν. Φταίνε τα «λαμόγια», που παλιότερα ορισμένοι είχαν αναδείξει σε πρότυπα, αλλά για τα οποία σήμερα όλοι νίπτουν τας χείρας τους. Φταίνε, φταίνε, φταίνε… Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι; Φταίνε μονίμως κάποιοι άλλοι και όχι εμείς. Η ευθύνη μόνο σε τρίτο πρόσωπο…
Βαρέθηκα το κλαψούρισμα όσων επιμένουν να βλέπουν και να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως αιωνίως αθώο. Βαρέθηκα την παθητικότητα και την μοιρολατρία.Βαρέθηκα το χυδαίο βρίσιμο των πάντων χωρίς πρώτα να αναρωτιούνται αυτοί που βρίζουν αυτό που είχε γράψει ο Α. Γκράμσι «Αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούληση μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;» Ας μην ξέρουν, γαμώτο, τον Γκράμσι. Ας αναρωτηθούν απλώς το αυτονόητο: «εγώ πού ήμουν; Τι έκανα; Τι δεν έκανα; Τι κάνω;»
Κοιταχτήκαμε όλοι στον καθρέφτη μας για να αναλογιστούμε τις πραγματικές μας ευθύνες, για την ιστορία που γράφεται και την παρακολουθούμε σαν ένα φυσικό φαινόμενο; Χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι εμείς την γράφουμε, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, με τη στάση μας, στο δρόμο ή στον καναπέ.
Μάλλον όχι γιατί αρκούμαστε να τρώμε από τα έτοιμα. Όχι από τα έτοιμα λεφτά. Από τις έτοιμες κατακτήσεις των αγώνων των άλλων. Αυτές, που δεν μάθαμε ποτέ να αναγνωρίζουμε, αλλά τις θεωρούσαμε αυτονόητες. Αρκούμαστε να διαπραγματευόμαστε το πενθήμερο, το οκτάωρο, τις συλλογικές συμβάσεις, τον κατώτατο μισθό, τα βαρέα & ανθυγιεινά, τα όρια συνταξιοδότησης, τα κοινωνικά δικαιώματα, την υγεία, την παιδεία.  Αρκούμαστε να διαπραγματευόμαστε το ξεπούλημα των θυσιών των άλλων, χωρίς εμείς να θυσιάζουμε τίποτα, ή μάλλον καλύτερα πιστεύοντας ότι δεν θυσιάζουμε τίποτε, ενώ χάνουμε τα πάντα.  Αρκούμαστε να είμαστε δήθεν επαναστάτες, αναζητώντας πάντα το λιγότερο δυνατό κόστος. Αρκούμαστε να απαξιούμε τις προηγούμενες γενιές και να τους επιρρίπτουμε ευθύνες με μεγάλη ευκολία χωρίς η δική μας η γενιά να έχει κατακτήσει τίποτα.
Βαρέθηκα να χαλαλίζω τον οίκτο μου σε ανθρώπους που στέκονται απόντες, για ανθρώπους που δηλώνουν αντιφασίστες & αντιρατσιστές και στην ζωή τους, στην δουλειά τους, στην οικογένειά τους, στο ή στη σύντροφό τους και στα παιδιά τους, είναι μεγαλύτερα φασισταριά από αυτά τα φουσκωμένα ανιστόρητα & κομπλεξικά δίποδα της Χρυσής Αυγής. Βαρέθηκα να τους δικαιολογώ, να τους συγχωρώ, να αναζητώ τρόπο να μπω στο μυαλό τους. Βαρέθηκα τον μανδύα των ψευδοδιλλημάτων τους και των συνεχώς εναλλασσόμενων δικαιολογιών τους για την απραξία τους. Βαρέθηκα να κρύβονται πίσω από τις φράσεις «Όλοι είναι ίδιοι», «Όλοι είναι πουλημένοι», «Μα τι κάνουν;» Και εσύ; Εσύ που ρωτάς; Εσύ που είσαι;
Πρώτον δεν είναι όλοι οι ίδιοι, δεύτερον δεν είναι όλοι πουλημένοι και τρίτον όταν κάποιοι αποφασίζουν να κάνουν κάτι εσύ ακολουθείς; Τι άλλο πρέπει να γίνει για να αντιδράσεις; Είναι σαν να μου λες ότι κάποιος άλλος πρέπει να σου πει να αναπνεύσεις για να ζήσεις. Πρέπει να ειπωθεί αυτό; Δεν νιώθεις να πνίγεσαι; Δεν νιώθεις χωρίς οξυγόνο; Δεν νιώθεις το σκοτάδι να σε πλευρίζει από παντού;
Τί περιμένεις; Ποιόν περιμένεις; Κανένας συνδικαλιστής, κανένα κόμμα δεν έχει καμία αξία χωρίς εσένα. Εσύ είσαι ο πυρήνας της αλλαγής.
Εσύ πρέπει να σκεφτείς, να αντιδράσεις και όχι να λουφάξεις. Δεν μπορείς μονίμως να ρίχνεις την ευθύνη στον επόμενο ή στον προηγούμενο. Αν πάρουμε στα χέρια μας την ευθύνη που μας αναλογεί, παράλληλα θα πάρουμε στα χέρια μας ξανά τη ζωή μας.
Κανείς δεν περιμένει ένα θαύμα από τη γενική απεργία στις 18 Οκτωβρίου, ούτε από αυτήν της 26ης Σεπτεμβρίου, ούτε από καμία σκέτη γενική απεργία. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Μια δυναμική συμμετοχή όμως στους δρόμους είναι βασική προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο. Βιώνουμε πρωτοφανείς καταστάσεις, από τα φαινόμενα τύπου Κασιδιάρη και της ανεγκέφαλης παρέας του μέχρι την οικονομική, κοινωνική και ατομικήμας εξαθλίωση. Κάθε συνέχεια προϋποθέτει ξεκάθαρους στόχους, απτούς αλλά όχι περιοριστικούς, ρεαλιστικούς για να πάμε ένα βήμα παραπέρα και όχι για να εγκλωβιστούμε σε αμυντικά χαρακώματα και στα λίγα ψίχουλα που θα μας πετάξουν. Στόχους που θα μας δώσουν την ανάσα εκείνη που χρειαζόμαστε για να βγούμε στην επιφάνεια. Στόχους που δεν θα μεταθέτουν την ανάσα μας αυτή σε κάποιο θολό και απόμακρο μέλλον.
Εδώ και τρία χρόνια, νιώθουμε ότι αυτοτροφοδοτούμε την ελπίδα μας χωρίς σημείο αναφοράς ένα όνειρο τέτοιο σαν αυτό που έδωσε ώθηση σε προηγούμενες γενιές για όλα όσα άντεξαν και κέρδισαν. Ο κόσμος θα έπρεπε να είχε στραφεί στην αριστερά συνειδητά αλλά μόνο αν είχε πιστέψει ότι εκεί υπάρχει ελπίδα, ότι οι κινητοποιήσεις μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Κινητοποιήσεις με στόχους που να ενοποιούν το κίνημα και την εργατική τάξη, εμάς όλους δηλαδή. Οφείλουμε να συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί και όχι ο καθένας μόνος του γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό απέναντί μας, τον ταξικό εχθρό όπως συχνά λέμε.
Δεν αποδεχόμαστε την νέα πραγματικότητα ως τετελεσμένη. Μολονότι νιώθουμε τις αντοχές μας να εξαντλούνται, θα μείνουμε εκεί. Στον καθημερινό αγώνα, στο δρόμο. Μηδενική ανοχή και συνεχής σύγκρουση. Και με τον εαυτό μας. Εκείνο τον εαυτό μας που μας τραβά πίσω, που μας θυμίζει πόσο έχουμε κουραστεί, απογοητευτεί, εξοργιστεί. Το κράτος της κοινωνικής συναίνεσης είναι οριστικά παρελθόν. Μαζί τους και όλα τα εργατικά και τα αστικά δημοκρατικά δικαιώματα της προηγούμενης περιόδου. Όλα όσα γνωρίσαμε, εμείς ως γενιά, και τα θεωρούσαμε ως αυτονόητα, είναι οριστικά παρελθόν. Δεν μπορούμε πλέον να σφυρίζουμε αδιάφορα και να μένουμε αμέτοχοι στην ίδια τη ζωή μας. Δεν φταίνε πάντα οι άλλοι. Δεν φταίνε μόνο οι άλλοι. Ας επωμιστούμε τις ευθύνες μας, ας δώσουμε τον αγώνα μας, ας παλέψουμε για όσα μας λένε ότι δεν θα ξανάρθουν. Ας κρατήσουμε, έστω, καθαρό το βλέμμα μας για όταν η επόμενη γενιά θα μας ζητά το λόγο.
«Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους Καθολικούς, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί ήμουν Προτεστάντης.
Μετά ήρθαν για μένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να διαμαρτυρηθεί
Μπέρτολτ Μπρεχτ

ΥΓ. Το Inprecor θυμάται και τιμά με το συγκεκριμένο άρθρο, όσο μπορεί να γίνει αυτό, τον Ξενοφώντα Λούγαρη, τον 65χρονο ναυτεργάτη που άφησε την τελευταία του πνοή από ανακοπή καρδιάς στη διαδήλωση την ημέρα της γενικής απεργίας στις 18 Οκτωβρίου 2012, καταπονημένος ήδη από τα πολλά χρόνια ανεργίας, και τον Δημήτρη Κοτζαρίδη, τον 53χρονο οικοδόμο μέλος του ΠΑΜΕ, που, επίσης όντας πολύ καιρό άνεργος, χάθηκε πέρυσι στη συγκέντρωση για τη γενική απεργία στις 20 Οκτωβρίου 2011 και πάλι από ανακοπή καρδιάς.  Και οι δύο όρθιοι στον αγώνα μέχρι τέλους.


Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες...

Ειδήσεις απ' το δωμάτιο του Μανώλη Ανδριωτάκη...
Είναι οι πιο χαρούμενοι Έλληνες. Έχουν βρει μια ισορροπία και μπορούν να ικανοποιούνται τόσο μ’ αυτά που είναι όσο και μ’ αυτά που έχουν και δε φοβούνται να το παραδεχτούν. Μπορούν να διοχετεύουν την οργή τους για όσα συμβαίνουν σε πεδία που δε βλάπτουν συνανθρώπους τους.
Τρέχουν, κάνουν ασκήσεις, αναπνοές, κάνουν διαλογισμό. Συνομιλούν πολιτισμένα με τους συνανθρώπους τους και συμμετέχουν ενεργά σε διεκδικήσεις που προωθούν το κοινό καλό. Είναι τρυφεροί με τους αγαπημένους τους, σοβαροί με τους συνεργάτες τους κι επαγγελματίες στις δουλειές τους.
Δεν ελπίζουν απλά ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Νιώθουν υπεύθυνοι για πολλά απ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και κοιτάζουν πώς θα γίνουν μέρος των λύσεων. Δε φορούν παρωπίδες. Δεν τσουβαλιάζουν τους ανθρώπους. Τους συμπονούν και τους κατανοούν. Δεν είναι υπεράνθρωποι, έχουν αδυναμίες. Αλλά επιζητούν να τους τις επισημαίνουν και να τις αντιμετωπίζουν με θάρρος κι ειλικρίνεια.
Είναι οι πιο χαρούμενοι Έλληνες. Έχουν γύρω τους ανθρώπους που μοιράζονται μαζί τους τόσο τα καλά όσο και τα άσχημα. Αγαπούν και αγαπιούνται, εκτιμούν κι εκτιμώνται και νιώθουν πως κάθε μέρα μπορούν να βελτιώνονται. Είναι ευσυνείδητοι και θετικοί.
Θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο αφού πρώτα αλλάξουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες βλέπουν αυτή την κατάσταση της κρίσης, σαν μια πραγματική ευκαιρία να δουν κι οι υπόλοιποι το δρόμο για την ευτυχία και τη χαρά. Δεν είναι καθόλου “στον κόσμο τους”. Και φυσικά δεν είναι όλα ρόδινα γι’ αυτούς. Συναντούν πολλά, αμέτρητα εμπόδια στην πορεία τους, αλλά δεν τους πτοούν.
Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες, ξέρουν ότι δεν είναι περισσότερο χαρούμενοι απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες, η διαφορά τους είναι ότι μπορούν να πιστέψουν σ’ ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες δεν είναι συγκρουσιακοί. Θέλουν να συμφωνήσουν με όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, σε όσο το δυνατό περισσότερα ζητήματα.
Θέλουν διακαώς να μοιράζονται τις ίδιες αξίες με ανθρώπους και να συμπορεύονται με αγάπη. Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες ξέρουν ότι όλα γίνονται, αρκεί να το θέλει κάποιος πραγματικά. Δεν έχουν ενοχές που είναι χαρούμενοι. Ούτε ταυτίζονται μ’ εκείνους που αντλούν χαρά απ’ τον πόνο των άλλων. Οι πιο χαρούμενοι Έλληνες είναι ζωντανοί άνθρωποι. Θέλουν να τους βλέπουν τα παιδιά και να ονειρεύονται, να χαίρονται, να εμπνέονται κι όχι να φοβούνται.

Οι ύαινες...

του Γιωργου Παπασωτηριου...
Απελπισία για τον άνεργο. Απόγνωση για τον μικρομεσαίο. Και οι δύο θα δεχθούν την επίθεση από τις ύαινες και τα όρνεα που μυρίζουν το θάνατο από μακριά. Οι εισπρακτικές εταιρίες των τραπεζών θα επιφέρουν το τελικό χτύπημα στην αξιοπρέπεια, καθιστώντας τον εξευτελισμό των δυστυχισμένων τέλειο. Υπάλληλοι-τηλεφωνητές επιπίπτουν σε έντιμους και φιλότιμους πολίτες, τσακίζοντάς τους κάθε έννοια και ίχνος τιμής.
Οι ίδιοι οι τηλεφωνητές-βασανιστές είναι και οι ίδιοι βασανιζόμενοι, μακροχρόνια άνεργοι, ή νέοι που αδυνατούν να βρουν πρώτη εργασία και καλούνται να αποδείξουν, εργαζόμενοι μάλιστα δοκιμαστικά, ότι αξίζουν την πρόσληψη. Τελικά, αφού τους εκμεταλλευτούν τους διώχνουν. «Θα σας ειδοποιήσουμε για το πότε θα ξανάρθετε», τους λένε. Αλλά δεν τους ειδοποιούν ποτέ. Τότε οι τηλεφωνητές, αυτοί οι απελπισμένοι νέοι της κρίσης, της ανεργίας και του εμπαιγμού, αγριεμένοι και εξευτελισμένοι, εκκενωμένοι από κάθε ντροπή, από κάθε ιερό και όσιο, πηγαίνουν αλλού.
Σειρά έχουν τα τηλεπαιχνίδια. Θύματα οι υπερήλικες, γυναίκες και άντρες, στους οποίους τηλεφωνούν, λέγοντας ότι κέρδισαν δήθεν κάποιο δώρο. Και ακολουθεί η ειδοποίηση του ΟΤΕ για τον υπέρογκο λογαριασμό. Ο γέροντας αν δεν πάθει εγκεφαλικό, ή ανακοπή καρδιάς, πληρώνει το ποσό, πηγαίνοντας τη βέρα ή ό,τι άλλο στο ενεχυροδανειστήριο(πλήθος πλέον κι αυτά), αλλιώς χάνει το τηλέφωνό του. Έτσι, μαζί με τις μειώσεις των μισθών και των συντάξεων επελαύνουν και οι απατεώνες, οι γνωστές ύαινες, αυτές που ξεπαστρεύουν τον κόσμο.
Στο επίπεδο της μικροεπιχείρησης, βέβαια, το λόγο έχουν οι τοκογλύφοι. Ένας δικάστηκε προχθές στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια, πίσω από κάθε τοκογλύφο υπάρχει ένα ολόκληρο κύκλωμα με μπράβους, εκβιαστές και απαγωγείς. Αυτή είναι η ελληνική κοινωνία της κρίσης, όπου κάποιοι κερδίζουν από τις χαίνουσες πληγές ακόμη και από το θάνατο ανθρώπων. Όμως, οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι τράπεζες, αυτές που δημιούργησαν την κρίση και θα λάβουν, τώρα, επιπλέον 25 δις ευρώ, τα οποία θα πληρώσουμε εμείς(ενώ θα αυξηθεί και το δημόσιο χρέος).
Αυτό το ποσό θα το δανείσουν(αν το δανείσουν) στην πραγματική οικονομία, αλλά με πάρα πολύ υψηλά επιτόκια. Άρα, εκτός από τους παράνομους τοκογλύφους, υπάρχουν και οι νόμιμοι, και μάλιστα με τα δικά μας χρήματα. Αυτός ο άνισος κόσμος, αυτή η άδικη οικονομία, αυτή η διαλυμένη κοινωνία δεν είναι δυνατόν να βγει από το τέλμα της σήψης, όταν οι κυρίαρχοι θεσμοί της τρέφονται από τη σηπαλιά. Δεν μπορεί, επίσης, η Γερμανία να μιλάει για τη διεφθαρμένη Ελλάδα, δείχνοντας τον διεφθαρμένο και λησμονώντας τον διαφθορέα.
Γιατί διαφθορείς ήταν οι Ζίμενς, ήταν τα λεωφορεία Μαν, ήταν οι μίζες για τα υποβρύχια, ήταν οι επιδοτήσεις για την απόσυρση των προϊόντων στις χωματερές, και πολλά άλλα ακόμη. Είναι υποκριτικό, λοιπόν, να μιλούν οι διαφθορείς για διεφθαρμένους! Γιατί τη διαφθορά τη γεννάει το κυνήγι της υψηλότερης απόδοσης κέρδους και ο αθέμιτος ανταγωνισμός, καθώς και η έλλειψη κανόνων. «Τηρήστε τους κανόνες ρε…» φώναζε το μυθιστορηματικό «θύμα» του Μπέλοου, το οποίο περισσότερο κι από την ήττα εξοργιζόταν από την αδικία.
Η ανυπαρξία κανόνων στην κοινωνία, η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση στην αγορά, ό,τι οδήγησε στη σημερινή κρίση είναι εδώ. Οι ίδιες «αξίες» που οδήγησαν τις δυτικές κοινωνίες, εν οις και την ελληνική, στην κρίση, εξακολουθούν να ισχύουν. Γι’ αυτό η διαφαινόμενη λύση δεν θα αφορά τη σωτηρία των «κάτω», αλλά την εξαφάνισή τους. Και σε κάθε περίπτωση, το φως στην άκρη του τούνελ δεν είναι πάρα το φως του τρένου της νέας κρίσης που έρχεται καταπάνω μας για ισοπεδώσει ό,τι έχει απομείνει.

Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα Ελλάδα – Ιράν, ένα Χυτήριο (κι ένα παστίτσιο) δρόμος...


“Ερωτώνται οι κ. Υπουργοί: Θα προβούν άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες μέσω της υπηρεσίας δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος για την άμεση αφαίρεση του συγκεκριμένου προφίλ από το διαδίκτυο; Ή μήπως θα συνεχίσουν να κωφεύουν και να ανέχονται τον επονείδιστο εμπαιγμό του Γέροντα Παΐσιου;» Αυτή η ερώτηση βουλευτή της Χρυσής Αυγής επέφερε τη δίωξη του δημιουργού της σατιρικής ιστοσελίδας. Απαίτησε δηλαδή ο βουλευτής από την πολιτεία να παρέμβει ώστε η Δικαιοσύνη να διώξει ένα πρόσωπο, επειδή ο ερωτών θεωρούσε πως η πίστη ορισμένων (βεβαίως όχι του ίδιου του βουλευτή που εικάζουμε πως έχει ακλόνητη πίστη) κλονίζεται και θίγεται από μια ιστοσελίδα που θα δουν μόνο αν πεισμόνως την αναζητήσουν. Στο θέατρο «Χυτήριο», οι υπερασπιστές της πίστης πέρασαν στο επόμενο στάδιο. Ζήτησαν από την πολιτεία να τους αφήσει να «καθαρίσουν» μόνοι τους.
Περί βλασφημίας ο λόγος. Θα ήταν καταρχήν εύκολο να θυμίσει κανείς στους αντιδρώντες πιστούς πως ο ιδρυτής της θρησκείας που υπερασπίζονται καταδικάστηκε για βλασφημία από την πολιτική εξουσία. Έπαθε δηλαδή ό,τι ζητούν οι πιστοί για τους εχθρούς τους. Παρακάμπτουμε την παρατήρηση για να μη χαρακτηριστούμε είρωνες ή βλάσφημοι. Είναι προτιμότερο να θυμίσουμε πως οι ίδιοι οι πιστοί δεν εκτίθενται στο «βλάσφημο» έργο παρά μόνο αν το επιδιώξουν: αν επισκεφτούν το θέατρο ή την έκθεση ζωγραφικής, αγοράσουν το βιβλίο ή αναζητήσουν την ιστοσελίδα. Εάν δεν το πράξουν, δεν κινδυνεύουν να προσβληθεί η πίστη τους. Εδώ είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο: η ποινικοποίηση της βλασφημίας δεν προστατεύει τους πιστούς από ένα έργο που προσβάλλει τη θρησκεία τους. Στην πραγματικότητα, τους επιτρέπει να παρεμποδίσουν όσους θέλουν να εκτεθούν στο έργο. Ενώ λοιπόν η κίνησή τους ενδύεται τον μανδύα της άμυνας, είναι στην ουσία εξόχως επιθετική κατά του καλλιτέχνη και του κοινού του. Και είναι για τούτο λειψή όποια αντίδραση εστιάζει μόνο στην ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη και παραγνωρίζει τη σημαντική βλάβη που υφίσταται όποιος θέλει να εκτεθεί στο έργο τέχνης και παρεμποδίζεται.
Η ποινικοποίηση της βλασφημίας παίρνει ένα ηθικό παράπτωμα (που εντέλει αφορά μόνο όποιον δέχεται τον ηθικό κώδικα της εκάστοτε θρησκείας) και το μετατρέπει σε ποινικό αδίκημα που αφορά όλους. Έτσι αλλάζει η φύση του έννομου κράτους: πλέον δεν παρατηρεί ουδέτερα τη θρησκευτικότητα και την πίστη στο Θεό. Δεν προστατεύει απλώς το συνταγματικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιλέγει να προστατεύσει προνομιακά τα θρησκευτικά συναισθήματα και τα ανάγει σε έννομα αγαθά. Ποινικοποιεί λοιπόν ό,τι υποτίθεται πως θίγει τα συναισθήματα αυτά. Δρα συμπληρωματικά προς την εκκλησιαστική εξουσία, τιμωρεί την αμαρτία. Το κράτος καθίσταται θρησκευόμενο, θυσιάζει το δικαίωμα του δημιουργού στην ελευθερία της έκφρασης και των υπολοίπων στην ελεύθερη πληροφόρηση και επαφή με τα προϊόντα της τέχνης. Το αδίκημα της βλασφημίας επιτρέπει στους ζηλωτές να διεκδικούν για τον εαυτό τους ρόλο γενικού επιθεωρητή ιδεών και τεχνών.
Η ποινικοποίηση της βλασφημίας εντέλει επιχειρεί να φιμώσει την τέχνη ή τον σατιρικό λόγο που δεν αρέσει σε κάποιους. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς σε όλες τις πρόσφατες περιπτώσεις εάν όντως κλονίστηκε η πίστη των πιστών ή απλώς επικαλέστηκαν αυτή την απειλή για να περιορίσουν τα δικαιώματα των υπολοίπων. Οι ίδιοι πιστοί προ ετών κατέστρεφαν κινηματογράφους για να μην προβάλουν τον «Τελευταίο πειρασμό» του Σκορτσέζε. Δεν προσβάλλονται σήμερα που η απαγορευμένη ταινία κυκλοφορεί παντού; Απλούστατα η ποινικοποίηση της βλασφημίας είναι ανόητη. Και πάντως, αφορά πράξεις που, ακόμα και αν κινούνται σε οριακά σημεία, στη συνείδηση του κόσμου δεν αποτελούν έγκλημα. Να γιατί η καταδίκη ή η αθώωση του βλάσφημου σε τίποτα τελικά δεν επηρεάζει την πρόσληψη του έργου του από το κοινό. Σφάλλει όποιος παραγνωρίζει πως η βέβηλη τέχνη και η σάτιρα έχουν ρίζες πολύ βαθιές. Το ίδιο και το θρησκευτικό αίσθημα. Είναι τόσο αστείο να πιστεύει κανείς πως μπορεί ένας εισαγγελέας να φιμώσει την πρώτη όσο ότι μπορεί ένας βλάσφημος να ξεριζώσει το δεύτερο.
Υγ. Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από την πολύ επιτυχημένη εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου...

O Τράβεν, ο μεγαλοβιομήχανος και ο Ινδιάνος που νίκησε τον καπιταλισμό...

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές για τον Ερανιστη...
Ο Τράβεν δεν είναι καθόλου αναγνωρισμένος στο ελληνικό κοινό. Δεν τον συναντάμε ούτε στις κατηγορίες των ευπώλητων, ούτε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων ούτε στα προτεινόμενα των μεγάλων εφημερίδων ή των λογοτεχνικών περιοδικών. Όσα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά έχουν εξαντληθεί και μάλλον δεν θα βρεθούν ούτε κατόπιν παραγγελίας.
Τα σπουδαία βιβλία του «Το λευκό ρόδο» και «Το πλοίο των νεκρών» που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», καθώς και το «Το γεφύρι στη ζούγκλα» που εξέδωσε η «Σύγχρονη Εποχή» δεν βρίσκονται ούτε στα μεταχειρισμένα. Όσο για την «Επανάσταση των κρεμασμένων» είναι πιθανότερο να βρεθεί από τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ σε κανένα ξεχασμένο περίπτερο παρά από τις εκδόσεις «Άρδην» που κάνανε  την επανέκδοση το 2006. Μόνο «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάδρε» βρίσκεται σχετικά εύκολα που τον εκδώσανε και τα «Γράμματα» και ο «Πατάκης»
Ινδιάνοι στην Αμερική. Native American people, from the Nordisk familjebok. Ινδιάνοι στην Αμερική. Native American people, from the Nordisk familjebok.
Όμως ο Τράβεν αποτελεί παγκόσμιο λογοτεχνικό θρύλο όχι μόνο για τη, σχεδόν μυθιστορηματική, απόκρυψη της ταυτότητάς του, όσο και για το ίδιο του το λογοτεχνικό έργο που αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στα επίπλαστα κοινωνικά δεδομένα που καταπιέζουν και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο καθιστώντας τον απάνθρωπο. Βαθειά οργισμένος με το καπιταλιστικό σύστημα και ορκισμένος εχθρός του φασισμού πέρασε τη νεότητά του στη Γερμανία όπου παρουσίασε σπουδαία συγγραφική – πολιτική δράση, κυρίως με την έκδοση της αντιμιλιταριστικής εφημερίδας “Der Ziegelbrenner”. Την πρωτομαγιά του 1919, που χαρακτηρίζεται ως «αντεπαναστατική» μετά τη νίκη της λευκής φρουράς, συνελήφθη, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Από τότε ήταν επικηρυγμένος από τη γερμανική αστυνομία. Το 1923 φυλακίστηκε στο Μπρίξτον, γιατί δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία αλλοδαπών του Λονδίνου. Μετά την αποφυλάκισή του το 1924 έφυγε κρυφά με πλοίο στο Μεξικό. Ο Rolf Raasch γράφει: «εκεί μεταμορφώθηκε από Γερμανός σεναριογράφος, ηθοποιός και ατομικιστής αναρχικός επαναστάτης ονόματι Ρετ Μαρούτ, στο μεξικανό συγγραφέα Μπ. Τράβεν».
Η νουβέλα Τράβεν The Death Ship («Το πλοίο του θανάτου») βασίστηκε οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό στην εμπειρία του στο ταξίδι προς το Μεξικό και στο διάστημα που πέρασε ως φυγάς στην Ευρώπη. Η νουβέλα του B. Traven The Death Ship («Το πλοίο του θανάτου») βασίστηκε οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό στην εμπειρία του στο ταξίδι προς το Μεξικό και στο διάστημα που πέρασε ως φυγάς στην Ευρώπη.
Στο Μεξικό ο Τράβεν συναντά την ταραγμένη μετεπαναστατική πραγματικότητα μετά την πτώση του Diaz. Όταν έφτασε στο Ταμπίκο οι wobblies διοργάνωναν διαρκώς επιτυχημένες απεργίες. Το αντιμιλιταριστικό και αντιιμπεριαλιστικό μένος του Τράβεν βρίσκεται στα ουράνια του ενθουσιασμού και αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που γράφει το «Μεγαλοβιομήχανο» που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Βρισκόμαστε μπροστά στην καταλυτική ματιά του λογοτέχνη Τράβεν που αναζητά όλες τις αλήθειες μέσα από τη ζωή των ανώνυμων και των φτωχών ανθρώπων. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί η μετεπαναστατική πραγματικότητα του Μεξικού και η οριστική ιδεολογική νίκη της λαϊκής κουλτούρας έναντι κάθε είδους καταπίεσης, είτε της καθαρής τυραννίας, τύπου Diaz, είτε της δήθεν ελευθερίας που υπόσχεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Κι αυτή ήταν ίσως η βασικότερη αντίρρηση των κριτικών στο έργο του. Το κατά πόσο είναι δυνατό η μακρινή μεξικάνικη νοοτροπία να συμπορευθεί και να εκφράσει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι αυτονόητο ότι τα βιβλία του απαγορεύτηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στη Γερμανία.
«Ο μεγαλοβιομήχανος», ένα παραμυθάκι του Τράβεν, αφορά το νεοϋρκέζο Γουίνθροπ κι έναν ανώνυμο ινδιάνο καλλιτέχνη που πλέκει καλάθια. Ο Γουίνθροπ, κατάπληκτος από την τεχνική του ινδιάνου, αγοράζει όλα του τα καλάθια για ένα εξευτελιστικό ποσό. Σκεπτόμενος επιχειρηματικά του κάνει πονηρές ερωτήσεις όπως, πόσα καλάθια μπορεί να πλέξει, αν με την αγορά εκατό καλαθιών θα του έκανε καλύτερη τιμή κι άλλα παρόμοια. Ο ινδιάνος απαντά με απαθές ύφος, χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τι εννοεί ο Γουίνθροπ, ούτε που θέλει να καταλήξει. Παραδέχεται ότι με την αγορά πολλών καλαθιών θα έκανε καλύτερη τιμή κι Γουίνθροπ φεύγει ευχαριστημένος. Παρακολουθούμε την απόλυτη ασυνεννοησία ανάμεσα στο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και υπολογισμού κερδών και την φυσικότητα του λαϊκού καλλιτέχνη που αγνοεί όλους αυτούς του μηχανισμούς και αρνείται να μπει στη λογική τους. Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύγκρουση πολιτισμών που ο ένας αντιλαμβάνεται τα πάντα καθαρά επιχειρηματικά, δηλαδή επενδυτικά, κι άλλος αποκλειστικά βιοποριστικά, δηλαδή ως κάλυψη των τρεχόντων αναγκών, αφού πέρα από αυτές όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά αξία. Ο ινδιάνος ζει κυρίως από την καλλιέργεια του χωραφιού του και το πλέξιμο των καλαθιών είναι μόνο συμπληρωματικό εισόδημα, απαραίτητο για να τα φέρει βόλτα. Η αποκλειστικότητα που του ζητά ο Γουίνθροπ του φαίνεται εξωφρενική και γι’ αυτό είναι αδύνατο να τον πάρει στα σοβαρά. Οι απαντήσεις του κινούνται καθαρά στα πλαίσια μιας τερατώδους υπόθεσης (αν μπορεί να φτιάξει 10.000 καλάθια) και ποτέ δεν θα λογαριάσει το θέμα ρεαλιστικά. Είναι το μικρό παιδί που απαντά σε όλες τις ερωτήσεις των μεγάλων, κινούμενο αποκλειστικά στο φανταστικό γιατί πέρα από αυτό φαίνονται αδύνατες όλες οι προσεγγίσεις. Κι αυτό είναι η αποθέωση της αθωότητας.
B. Traven., γνωστός και ως Feige, Ret Marut, Torsvan, Croves... B. Traven, also known as Feige, Ret Marut, Torsvan, Croves... B. Traven., γνωστός και ως Feige, Ret Marut, Torsvan, Croves… B. Traven, also known as Feige, Ret Marut, Torsvan, Croves…
Ο Γουίνθροπ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και κλείνει δουλειά με ιδιοκτήτη ζαχαροπλαστείου, καθώς τα καλάθια κρίνονται ιδανικό περιτύλιγμα για σοκολάτες πολυτελείας. Ξαναγυρίζει στο Μεξικό και ζητά από τον ινδιάνο να του ετοιμάσει 10.000 καλάθια. Όμως ο ινδιάνος τα πουλάει πανάκριβα. Ζητά δεκαπέντε πέσος. Ο Γουίνθροπ τρελαίνεται. Πώς είναι δυνατό για 100 καλάθια να ζητά 40 σεντάβος το κομμάτι και για 10.000 δεκαπέντε πέσος; Πώς είναι δυνατό να ανεβάζει την τιμή, και μάλιστα τόσο πολύ, ενώ αυξάνεται η παραγγελία; Αυτό αντιβαίνει κάθε καπιταλιστική λογική. Γιατί η καπιταλιστική λογική δεν μπορεί να υπολογίσει τίποτε πέρα από το κέρδος και το κέρδος το φέρνει μόνο η μαζική παραγωγή. Ο ινδιάνος οφείλει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την απλή αλήθεια. Οφείλει να παρατήσει κάθε άλλη ασχολία. Οφείλει να αποδεχτεί τα νούμερα του τετραδίου του Γουίνθροπ. Το χωράφι του ας το καλλιεργούν οι συγγενείς κι ας παίρνουν κι αυτοί το μερίδιό τους. Τις πρώτες ύλες από το δάσος ας τις μαζεύουν άλλοι και θα βρούμε και τη δική τους αμοιβή. Μια ολόκληρη βιοτεχνία έχει ήδη στηθεί στο μυαλό του Γουίνθροπ. Η λαϊκή ινδιάνικη τέχνη μπορεί να πουλήσει και μπροστά σ’ αυτή την απλούστατη αλήθεια οτιδήποτε άλλο δεν έχει καμία σημασία. Γιατί, τι σημασία μπορεί να έχει η γεωργική παραγωγή του ινδιάνου, αφού θα έχει λεφτά να αγοράσει ό,τι θέλει; Και κάπως έτσι διατυπώνεται η βαθύτερη ουσία της καπιταλιστικής οικονομολογίας: «Και να με βοηθούσαν, στα ίδια θα ‘μασταν πάλι. Κανείς δεν θα δούλευε πια στα χωράφια όπως πρέπει. Οι τιμές του καλαμποκιού και των φασολιών θα έφταναν σε τέτοια ύψη, που κανείς μας δε θα μπορούσε να αγοράσει και θα πεθαίναμε της πείνας. Και τότε, αφού θα ανέβαιναν συνεχώς οι τιμές, πώς θα μπορούσα εγώ να φτιάχνω καλάθια για σαράντα σεντάβος το ένα;» Κι αυτή ακριβώς είναι η καπιταλιστική μοίρα του μισθωτού εργάτη. Η παραγωγή αγαθών που δεν του ανήκουν, η ελάχιστη αμοιβή που δεν καθορίζει και η ακρίβεια των αγαθών που δεν ελέγχει. Η άρνηση του ινδιάνου είναι η απόρριψη της μισθωτής εργασίας και η εξωφρενική τιμή των δεκαπέντε πέσος που ζητά είναι η απολύτως λογική προϋπόθεση για να γίνει μισθωτός εργάτης, πράγμα που ο Γουίνθροπ δεν θα καταλάβει ποτέ.  Γιατί η ιδιοκτησία της γης και η αυτάρκεια τροφίμων είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης κι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν θέλει τέτοια. Θέλει εξάρτηση που θα εξασφαλίζει την εκμετάλλευση, πράγμα που όπως φαίνεται ο ινδιάνος το ξέρει πολύ καλά.
Φυσικά, ο Τράβεν εξιδανικεύει τον ινδιάνο (άσχετα με φήμες – θρύλους που θέλουν να αληθεύει ένα παρόμοιο γεγονός). Όμως η αλήθεια του Τράβεν δεν έγκειται στο ρεαλισμό των προσώπων της ιστορίας. Έγκειται στο ρεαλισμό των ιδεών που εκπροσωπούνται. Γιατί ο ινδιάνος ξέρει καλά ότι για να φτιάξει 10.000 καλάθια χρειάζεται τέτοια ποσότητα από πρώτες ύλες που θα διαλύσει το δάσος. Και ξέρει επίσης καλά ότι αν μπει στη λογική της μαζικής παραγωγής η τέχνη του θα χάσει κάθε σημασία, αφού θα γίνει βιομηχανοποιημένο προϊόν: «Καλέ μου άρχοντα, τα καλαθάκια μου πρέπει να τα φτιάξω με τον τρόπο μου. Με το τραγούδι και με την ψυχή μου τα υφαίνω. Αν τα έφτιαχνα σε τόσο μεγάλες ποσότητες δεν θα μου έφτανε ούτε η ψυχή ούτε τα τραγούδια μου να τους δώσω» και « ….πρέπει να ψάξω τα φυτά, τις ρίζες, τους κορμούς και τα έντομα που χρειάζομαι για να αναμείξω τα χρώματα. Πιστέψτε με, αυτό μου παίρνει πολύ χρόνο. Τα φυτά πρέπει να τα συλλέξω όταν η σελήνη είναι στη σωστή της θέση, αλλιώς δεν θα είναι καλό το χρώμα. Τα έντομα που βρίσκω στα φυτά θέλουν κι αυτά τη σωστή τους στιγμή και τις κατάλληλες συνθήκες, αλλιώς δεν παράγουν έντονα χρώματα και μοιάζουν σκέτη σκόνη». Αυτούς τους ρομαντισμούς ο Γουίνθροπ δεν θα τους κατανοήσει ποτέ κι αυτή είναι η ουσία της καπιταλιστικής επέλασης. Η πεποίθηση ότι όλα είναι εμπορεύσιμα είδη. Το κλείσιμο που δίνει ο Τράβεν στο αντικαπιταλιστικό του παραμυθάκι δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις: «Έτσι έγινε λοιπόν. Δεν ήταν φαίνεται η μοίρα των σκουπιδοτενεκέδων της Αμερικής να υποδεχτούν, άδεια, σκισμένα και τσαλακωμένα πια, τα πολύχρωμα καλαθάκια όπου ένας Μεξικανός ινδιάνος είχε υφάνει τα όνειρα της ψυχής του……».

Υπάνθρωποι και χρυσαυγίτες...

του Νικου Σαραντακου...
Ο υπάνθρωπος (Untermensch), προπαγανδιστική αφίσα του 3ου Ράιχ, το 1942, εβδομήντα χρόνια πριν από την κ. Ζαρούλια
Χτες στη Βουλή, κατά τη συζήτηση ερώτησης της βουλευτίνας της ΧΑ κ. Ελένης Ζαρούλια σχετικά με την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού, η ακροδεξιά βουλευτίνα, σε ένα σημείο της δευτερολογίας της,
θέλοντας να αντιπαραβάλει τις ελληνοποιήσεις μεταναστών και την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού, είπε, ανάμεσα σε άλλα, το εξής:
Είναι ντροπή να ελληνοποιείτε λαθρομετανάστες με τον κατάπτυστο νόμο Ραγκούση … και να βγαίνουν δήμαρχοι με ψήφους λαθρομεταναστών οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα, την Ελλάδα του Πλάτωνος και των φιλοσόφων… Να εξισώνετε τους ομογενείς μετανάστες με τον κάθε λογής υπάνθρωπο, που έχει εισβάλει στην πατρίδα μας, με τις κάθε λογής αρρώστιες που κουβαλάει…
Θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει ποικιλότροπα το μικρό αυτό απόσπασμα. Θα μπορούσε, ας πούμε, να παρατηρήσει ότι η σύγκριση Ελλήνων εξωτερικού και μεταναστών εσωτερικού είναι έωλη, διότι οι μεν Έλληνες εξωτερικού έχουν (θεωρητικά) δικαίωμα ψήφου, τόσο στις δημοτικές εκλογές όσο και στις βουλευτικές, αλλά πρέπει να πάρουν το αεροπλάνο και να κατέβουν να ψηφίσουν, όπως άλλωστε κάνουν πολλοί (κι εγώ μαζί τους), ενώ οι (εκτός ΕΕ) μετανάστες απλώς δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Από την άλλη, τα δακρυβρεκτα για δημάρχους που βγαίνουν με ψήφους «λαθρομεταναστών» δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, και όχι μόνο επειδή οι μετανάστες που πολιτογραφούνται παύουν να είναι μετανάστες, πολύ δε περισσότερο λαθραίοι. Η αίτηση για πολιτογράφηση γίνεται, προκειμένου για ενήλικες, μόνο εφόσον συμπληρωθεί πενταετία νόμιμης διαμονής και μόνο εφόσον ικανοποιούνται απαιτήσεις σε σχέση με τη γνώση της ελληνικής γλώσσας, την ένταξη στην κοινωνία και την μη καταδίκη για σοβαρά αδικήματα. Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι, παρά τις ευνοϊκότερες διατάξεις του νόμου Ραγκούση, δεν έχει υπάρξει κανένα κύμα πολιτογραφήσεων αλλοδαπών μετά την ψήφισή του, και νομίζω ότι ελάχιστοι πολιτογραφημένοι με τον νέο νόμο πρόλαβαν να ψηφίσουν στις τελευταίες διπλές βουλευτικές εκλογές.
Επειδή όμως η κυρία Ζαρούλια μιλάει για δημάρχους και όχι για βουλευτές, υποψιάζομαι πως έχει στο μυαλό της το δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών (από χώρες ΕΕ) στις δημοτικές εκλογές -το οποίο βεβαίως είναι θεσπισμένο εδώ και καιρό, άσχετο αν ασκείται ελάχιστα προς το παρόν. Η συμμετοχή αλλοδαπών στους εκλογικούς καταλόγους είναι ελάχιστη, αλλά οι αλλοδαποί αυτοί δεν είναι βεβαίως παράνομοι μετανάστες, αφού είναι πολίτες χωρών της ΕΕ. Επομένως, η κυρία Ζαρούλια στη ομιλία της δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου.
Παρεμπιπτόντως, για τη σχέση με την Ελλάδα του Πλάτωνος και των φιλοσόφων καλύτερα να μη μιλάμε, γιατί αν έμπαινε αυτό το κριτήριο για να πάρει κάποιος την ελληνική υπηκοότητα, η κυρία Ζαρούλια θα ξεροστάλιαζε στις ουρές περιμένοντας να βγάλει άδεια παραμονής. Όποιος δει το βιντεάκι που ακολουθεί σχεδόν θα τη λυπηθεί σε ορισμένα σημεία, έτσι άτεχνα και αφύσικα που διαβάζει τα χαρτιά που έχει μπροστά της, σαν να της τα έχει γράψει άλλος, έτσι που χάνει διαρκώς τα λόγια της και τον ειρμό της. Θυμίζουμε ότι η κυρία Ζαρούλια, η μοναδική βουλευτίνα του ακροδεξιού κόμματος, τυχαίνει να είναι σύζυγος του αρχηγού της Χρυσής Αυγής.

Όμως το θέμα δεν είναι ούτε αυτό. Συγχωρητέο είναι, ακόμα και αναμενόμενο, ένας πρωτόπειρος βουλευτής να μπερδεύει τα λόγια του στις πρώτες του αγορεύσεις. Ούτε μπορούμε να ρίξουμε την πέτρα στη Χρυσή Αυγή για την ανεπάρκεια της βουλευτίνας της, όταν υπάρχει το προηγούμενο του ανεκδιήγητου βουλευτή Ανατολάκη, που μόλις έφυγε από το ακροδεξιό Λάος έσπευσε να τον βάλει κάτω από τις φτερούγες της η ΝΔ του Σαμαρά, μη χάσει το κελεπούρι. Όχι, το θέμα δεν είναι αν η κυρία Ζαρούλια διαβάζει ή όχι πράγματα που της γράψαν άλλοι, ούτε αν η βουλευτική της παρουσία είναι αξιοθρήνητη (βέβαια, αυτό είναι υποκειμενική μου κρίση -δείτε το βιντεάκι για να διαμορφώσετε άποψη).
Το θέμα, και πολύ σοβαρό μάλιστα, είναι ο ρατσιστικός χαρακτηρισμός «υπάνθρωποι» που τόλμησε να ξεστομίσει εναντίον των μεταναστών συλλήβδην η ακροδεξιά βουλευτίνα. Βέβαια, ρατσιστικός μπορεί να θεωρηθεί οποιοσδήποτε μειωτικός χαρακτηρισμός εκτοξεύεται εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων με κριτήριο την εθνικότητά τους, αλλά εδώ δεν έχουμε έναν τυχαίο μειωτικό χαρακτηρισμό. Η λέξη «υπάνθρωποι» δεν είναι μια τυχαία βρισιά, είναι χαρακτηρισμός παρμένος απευθείας από τη μαύρη προπαγάνδα του Τρίτου Ράιχ. Ο τελευταίος πολιτικός (με την ευρεία έννοια) πριν από την κυρία Ζαρούλια που χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό «υπάνθρωποι» για να αναφερθεί σε ομάδες ανθρώπων, ήταν ο Χίμλερ.
Πράγματι, η θεωρία του υπανθρώπου (Untermensch στα γερμανικά) έπαιξε κομβικό ρόλο στις γενοκτονικές πολιτικές των Ναζήδων. Οι υπάνθρωποι ήταν όσοι ανήκαν σε «κατώτερες φυλές»: Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Ρώσοι, Πολωνοί. Καθώς τους αφαιρούσαν την ιδιότητα του ανθρώπου, ήταν μετά πολύ πιο εύκολο να τους σκοτώνουν μαζικά, στα στρατόπεδα εξόντωσης και στους θαλάμους αερίων. Πρώτος την ιδέα του υπανθρώπου την είχε, όπως φαίνεται, ο αμερικανός ρατσιστής Lothrop Stoddard, που έγραψε το 1922 μια μπροσούρα με τίτλο The Revolt against Civilization. The Menace of the Under-man, όπου υποστήριζε ότι μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία, ο συνδυασμός της φυλετικής κατωτερότητας των Ρώσων με την εγκληματική φύση των κομμουνιστών επέβαλλε στα πολιτισμένα έθνη της Δύσης τον πόλεμο εναντίον των μαζών από την Ανατολή. Την ιδέα την υιοθέτησε με χαρά ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ το 1930 και από τότε είναι σταθερό θέμα στους λόγους των ναζιστών και στην προπαγάνδα τους -όπως η αφίσα που βλέπετε επάνω αριστερά, που αποτελεί το εξώφυλλο μπροσούρας του 1942, εβδομήντα χρόνια πριν από την κυρία Ζαρούλια. Διαβάζω μάλιστα στη Βικιπαίδεια ότι η μπροσούρα Der Untermensch (Ο υπάνθρωπος) τυπώθηκε σε 4 εκατομμύρια αντίτυπα στα γερμανικά και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά! Όλο και κάποιο κιτρινισμένο αντίτυπο θα έχει διασωθεί στο εικονοστάσι κανενός γερμανοτσολιά, απ’ όπου θα το κληρονόμησαν τα εγγόνια του που έχουν τώρα βουλευτική ασυλία και θα βάζουν κάθε βράδυ τον μορφωμένο της παρέας να τους το διαβάζει. (Χάρη στον φίλο j7n που βρήκε τον λίκνο, μπορείτε να δείτε εδώ τη γερμανική μπροσούρα σκαναρισμένη).
Σωστά αντιμετωπισε το ρατσιστικό κήρυγμα, με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, ο προεδρεύων, ο Γιάννης Δραγασάκης -ευτυχώς ήταν αυτός στη θέση του προέδρου και έσωσε την τιμή του Κοινοβουλίου. Νομίζω όμως ότι πρέπει να επιβληθούν στην κυρία Ζαρούλια οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό της Βουλής ποινές. Η χιτλερική προπαγάνδα δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή στο κοινοβούλιο μιας χώρας που είχε εκατοντάδες χιλιάδες θύματα από τους μέντορες και τα ινδάλματα της κυρίας Ζαρούλια και του Κασιδιάρη.
Για να προλάβω μια ένσταση -μπορεί κάποιος να πει ότι ο χαρακτηρισμός «υπάνθρωπος» δεν είναι ρατσιστικός επειδή το στυγερό έγκλημα που διέπραξαν ο τάδε και ο δείνα αλλοδαπός μόνο ένα «ανθρωπόμορφο κτήνος» μπορεί να το διαπράξει, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Εδώ όμως δεν έχουμε τον στιγματισμό μεμονωμένων ατόμων -έχουμε έναν υβριστικό χαρακτηρισμό που εκτοξεύεται συλλήβδην σε εθνοτικές ομάδες -και γι’ αυτό είναι ρατσιστικός, και μάλιστα, όπως είπα, ναζιστικός.
Κλείνοντας, να πω δυο λόγια για το αρχικό θέμα της συζήτησης στη Βουλή, δηλαδή τη δυνατότητα να ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού στη χώρα διαμονής τους αντί να χρειάζεται να έρχονται στην Ελλάδα. Η χρυσαυγίτισσα βουλευτίνα, αν ακούσατε τη θλιβερή αγόρευσή της, υπαινίχτηκε ότι τα «παλαιά» κόμματα κωλυσιεργούν στον διακανονισμό του ζητήματος γιατί φοβούνται μήπως οι Έλληνες του εξωτερικού υπερψηφίσουν μαζικά το ναζιστικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, το θέμα δεν είναι απλό. Αν η ψηφοφορία γίνει με τις ισχύουσες εκλογικές περιφέρειες, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει σε κάθε προξενείο να υπάρχουν ψηφοδέλτια όλων των εκλογικών περιφερειών, και σημαίνει επίσης ότι, για όλες τις μικρές εκλογικές περιφέρειες, η μυστικότητα της ψήφου παύει να υπάρχει (για παράδειγμα, αν στο προξενείο Στουτγάρδης ψηφίζουν 300 άτομα, και αν μόνο ένας είναι εκλογέας του νομού Ζακύνθου, αυτός δεν έχει μυστική ψήφο). Με κάτι τέτοια συστήματα έπαιρνε η ΕΡΕ 75% από τα ειδικά εκλογικά τμήματα των στρατιωτών προδικτατορικά. Αν πάλι οι απόδημοι εκλέξουν δικούς τους βουλευτές, όπως κάνουν οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, τότε χρειάζεται πολύ περισσότερη προεργασία -και εκτός αυτού δεν θα έχει ίδια βαρύτητα η ψήφος των απόδημων με των Ελλήνων της Ελλάδας. Ίσως η καλύτερη λύση είναι η επιστολική ψήφος, όπως έχουν τα οργανωμένα κράτη. Εμείς ακόμα δεν έχουμε ούτε μηχανοργάνωση στα ληξιαρχεία και θα πρέπει για κάθε γάμο, διαζύγιο ή κηδεία να σκάμε πενηντάευρο στους συμβολαιογράφους.
Αλλά αυτά είναι ζητήματα που μπορούμε να τα συζητήσουμε ήρεμα, χωρίς ρατσιστικούς κρωγμούς. Και βέβαια, είναι πολύ γελασμένη η συμβία του Μιχαλολιάκου αν πιστεύει ότι οι Έλληνες του εξωτερικού, που πολλοί έχουν νιώσει στο πετσί τους τον ρατσισμό, θα σπεύσουν να ψηφίσουν το ρατσιστικό κόμμα.

Αριστερότερα, Κουροπάτκιν...

του Παντελη Μπουκαλα απο την Καθημερινη...
Παράδοξη εκ συγκροτήσεως η κυβέρνησή μας, με τρεις κεφαλές αλλά με κορμό προβληματικό, αν όχι ανυπόστατο, έχει ένα επιπλέον δυσεύρετο γνώρισμα: Μολονότι δεξιά, δεξιότατη, στην πρακτική και στο ύφος της, από τον πρωθυπουργό έως τον τελευταίο διευθυντίσκο που μοιράζει θεσούλες με τον πλέον παραδοσιακό και πελατειακό τρόπο (από την ανέκαθεν πολύφερνη ΕΡΤ έως την έσχατη ταπεινή υπηρεσιούλα), διαθέτει στη δομή της τρεις τουλάχιστον εκδοχές της Αριστεράς. Και λέω τρεις τουλάχιστον, γιατί αν συνυπολογίσουμε τον Κόκκινο Πάνο, που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός και ως Ερυθρός Στρατάρχης και ο οποίος αποτελεί μόνος του ιδιαίτερο θέμα (όπως όριζαν τα θέματα οι Βυζαντινοί), φτάνουμε στις τέσσερις και συνεχίζουμε. Διότι έχουμε, πρώτον, την Κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ (και μάλιστα υπό τον κ. Βενιζέλο, ακραιφνή σοσιαλιστή). Δεύτερον, την Αριστερά στην ανανεωτική εκδοχή της, τη ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη. Και τρίτον, έχουμε την ευδιάκριτη, αν όχι εντονότατη παρουσία των ούλτρα αριστερών (μια φορά και μάλλον δυο καιρούς) συμβούλων του πρωθυπουργού, εν οις δικαίως προεξάρχει ο Βήτα Πανελλαδικάριος Χρύσανθος Λαζαρίδης, για τους μνήμονες.
Μολαταύτα, παρά την ποικιλόμορφη ενδοκυβερνητική αριστεροσύνη, ό,τι αριστερότερο ακούμε για τα «πρέπει» της κυβερνητικής πολιτικής προέρχονται από πρόσωπα τα οποία θα ήταν τα τελευταία που θα δημιουργούσαν εντυπώσεις αριστεροσύνης ή θα διεκδικούσαν δάφνες αριστερότητας. Ο Πέτερ Μπονφίνγκερ, λ.χ., ένας από τους πέντε θεσμικούς συμβούλους της Γερμανίδας καγκελαρίου, είπε το εξής άκρως μαρξιστικό (αν κρίνουμε και από τη «σπειροειδή φθίση», που αντιγράφει προδήλως τη «σπειροειδή εξέλιξη» του Μαρξ): «Η στρατηγική του σοκ απέτυχε. Σε συνθήκες σπειροειδούς φθίσης της οικονομίας, οι περικοπές δεν προσφέρουν τίποτε. Το ζητούμενο είναι προγράμματα ανάκαμψης. Απορώ που δεν επιχειρείται η επιβολή φόρου περιουσίας. Τέτοιος φόρος επιβλήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία, όπου οι πλούσιοι υποχρεώθηκαν να δώσουν τη μισή περιουσία τους σε διάστημα τριάντα ετών στο κράτος». Γιατί; Επειδή οι κύριοι αυτοί είχαν πλουτίσει επί πολέμου και διά του πολέμου. Οπως οι δικοί μας πλούσιοι, στον λυσσαλέο οικονομικό μας πόλεμο. Ας προστεθούν στην πρόταση του κ. Μπονφίνγκερ οι προτροπές του γερμανικού Τύπου προς την ελληνική κυβέρνηση να κάνει επιτέλους κάτι με τους πλούσιους, αλλά και οι αναλόγου περιεχομένου οχλήσεις της Αγκελα Μέρκελ. Και ούτε το «Σπίγκελ» είναι η «Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου», και μάλιστα την περίοδο της «Μορφωτικής Επανάστασης», ούτε η κ. Μέρκελ φέρνει στη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Δεν χρειάζονται ακραία πράγματα, εισβολές σε χειμερινά ή θερινά ανάκτορα, απαλλοτριώσεις και τα τοιαύτα. Φτάνει να θυμηθούμε το Σύνταγμα, μια και το ’χουμε. Να θυμηθούμε δηλαδή όσα ορίζει περί κοινωνικής δικαιοσύνης, στη φορολογική της μορφή. Ηδη αυτό θα ήταν μισή επανάσταση.

Eπάγγελμα μπάτσος...

Του Ηλία Ιωακείμογλου, Red NoteBook...
Σε μια συγκυρία κατά την οποία τα ειδικά σώματα αστυνομικών ξυλοκοπούν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την πρώτη ύλη της εργασίας τους, δηλαδή τους διαδηλωτές, ενώ ταυτοχρόνως ως εργαζόμενοι υφίστανται μειώσεις του εισοδήματός τους, ήταν φυσικό να ανακινηθεί, στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, το ζήτημα της ταξικής θέσης των μπάτσων. Η συνηθισμένη απάντηση που δίνεται από τα περισσότερα στελέχη της Αριστεράς είναι απλή και σύντομη: Πρώτον, τα ειδικά σώματα, όπως και το σύνολο των αστυνομικών, είναι εργαζόμενοι, άρα ανήκουν και αυτοί στις εργαζόμενες τάξεις, επομένως στο μεγάλο εκλογικό ακροατήριο της Αριστεράς. Δεύτερον, όταν βιαιοπραγούν ακολουθούν, ως επαγγελματίες, τις οδηγίες και τις διαταγές που δέχονται από τους ιεραρχικά ανωτέρους τους.

Αυτή η απλοϊκή αντιμετώπιση του ζητήματος αποτελεί ακόμη ένα σύμπτωμα του αποχωρισμού της Αριστεράς από την μαρξιστική θεωρητική της παράδοση. Εξ όσων γνωρίζω, κανείς δεν ένοιωσε την ανάγκη, στα πλαίσια της πρόσφατης σχετικής συζήτησης να ανασύρει την ξεχασμένη μαρξιστική θεωρία των κοινωνικών τάξεων. Και όμως, πρόκειται για μια παράδοση που έχει να μας πει πολλά περισσότερα από τις απλές εμπειρικές "διαπιστώσεις", ότι οι αστυνομικοί είναι εργαζόμενοι που ενίοτε γίνονται βίαιοι επειδή ακολουθούν οδηγίες.

Καταρχήν, οι αστυνομικοί είναι μια επαγγελματική ομάδα που δεν μπορεί να οριστεί με αναφορά στις σχέσεις παραγωγής, διότι δεν συμμετέχουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, στην σφαίρα της οικονομίας που παράγει προστιθέμενη αξία, δηλαδή εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά και δημιουργούν τις δύο βασικές μορφές εισοδήματος: τον μισθό και το κέρδος. Η επαγγελματική ομάδα των μπάτσων βρίσκεται έξω από την σφαίρα της παραγωγής: ανήκουν στις κατώτερες βαθμίδες κρατικών υπαλλήλων και συμβάλλουν, με τον τρόπο τους, στην κοινωνική αναπαραγωγή. Η αμοιβή της εργασίας τους δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή ούτε αξίας ούτε υπεραξίας: είναι ένα εισόδημα που τους εκχωρείται από τα φορολογικά έσοδα σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους.

Για τους λόγους αυτούς, η ταξική θέση των αστυνομικών δεν μπορεί να βρίσκεται κοντά στην βιομηχανική εργατική τάξη ή στο προλεταριάτο των υπηρεσιών. Αντιθέτως, από καθαρά οικονομική άποψη, η θέση τους είναι όμοια με όλα εκείνα τα επαγγέλματα που ανταλλάσσουν τις υπηρεσίες τους έναντι εισοδήματος χωρίς να παράγουν οικονομική αξία, δηλαδή εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά, πλην όμως, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για όλους τους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης, τους εκπαιδευτικούς, τους στρατιωτικούς, το νοσηλευτικό προσωπικό, και τους άλλους εργαζόμενους που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του συστήματος, ο καθένας με τον τρόπο του, χωρίς να παράγουν οι ίδιοι οικονομική αξία, εμπορεύματα. 

Για όλες αυτές τις επαγγελματικές κατηγορίες, ο οικονομικός προσδιορισμός της ταξικής θέσης είναι εξαιρετικά αδύναμος και έχει αρνητική αξία: μάς λέει κυρίως σε ποιες τάξεις δεν ανήκουν οι εργαζόμενοι στον στενό δημόσιο τομέα χωρίς να μας λέει πού ακριβώς ανήκουν. Για τον λόγο αυτό, η μαρξιστική θεωρητική παράδοση εισάγει στο σημείο τρία ακόμη κριτήρια της ταξικής θέσης: τη σχέση με το κράτος (δηλαδή την εξουσία), την σχέση με την κοινωνική αναπαραγωγή, και τη σχέση με τις ιδέες (την ιδεολογία). Αυτά είναι τα κριτήρια που μπορούν να μας εξηγήσουν την ταξική διαφορά μεταξύ ενός αστυνομικού των ειδικών δυνάμεων (ενός μπάτσου δηλαδή), ενός καθηγητή του δημόσιου λυκείου, ενός γιατρού και ενός οδηγού απορριμματοφόρου του Δήμου.

Προφανώς, ένας μπάτσος και ένας γιατρός του ΕΣΥ, έχουν διαφορετική σχέση με τον κράτος: ο δεύτερος φροντίζει τους πολίτες, με ανάθεση από το κοινωνικό κράτος, ενώ ο πρώτος υπηρετεί τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους (δηλαδή της πολιτικής εξουσίας), που του έχει αναθέσει να ασκεί καταστολή και βία προκειμένου να διατηρηθεί (ή να διατηρήσει τις ισορροπίες της) η πολιτική εξουσία. Η ταξική θέση του γιατρού του ΕΣΥ ορίζεται σε σχέση με το κοινωνικό κράτος, ενώ του αστυνομικού σε σχέση με τον μηχανισμό του κράτους ως δύναμη καταστολής και καταπίεσης των "εχθρών του κράτους".

Αυτό μας φέρνει στην ιδεολογία: Κάθε επάγγελμα, μαζί με τις θεωρητικές ή τεχνικές γνώσεις που απαιτεί η εξάσκησή του, φέρνει μαζί του και κανόνες για την ορθή χρήση τους, που πρέπει να έχει ο καθένας ανάλογα με το επάγγελμα που θα ασκήσει. Πρόκειται για πρακτικούς κανόνες δεοντολογίας, ορθής συμπεριφοράς κλπ που αντλούν την ύπαρξή τους από μιαν αντίστοιχη ιδεολογία -μιαν ιδεολογία καλλιεργημένη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, ιδιαίτερα δε από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό, αφού αυτός παράγει, εν πολλοίς, τα επαγγέλματα. Έτσι, η άσκηση του επαγγέλματος του γιατρού του ΕΣΥ συνοδεύεται από κανόνες που συμπυκνώνονται στον όρκο του Ιπποκράτη, αλλά και άλλους κανόνες, που αντλούν την ύπαρξή τους από τις ανθρωπιστικές ιδεολογίες, αυτές που αναφέρονται στην "αξία" της ανθρώπινης ζωής και της υγείας, στα κοινωνικά δικαιώματα κλπ. Χωρίς την ύπαρξη μιας τέτοιας ιατρικής ιδεολογίας και τέτοιων αντίστοιχων κανόνων, η άσκηση του επαγγέλματος του γιατρού θα ήταν αδύνατη, και κάθε γιατρός θα ήταν ελεύθερος να αποφασίζει κατά την προσωπική του αντίληψη, αυθαίρετα, για μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων ζωής και θανάτου. Αντίστοιχα, η άσκηση του επαγγέλματος του μπάτσου, δηλαδή των ειδικών σωμάτων πολιτικής καταστολής και καταπίεσης, συνοδεύεται από κανόνες (των οποίων την εφαρμογή βλέπουμε καθημερινά στους δρόμους) που αντλούν την ύπαρξή τους από την πολιτική ιδεολογία του "εσωτερικού εχθρού", δηλαδή από μια ιδεολογία διάκρισης και μίσους. Χωρίς την ύπαρξη μιας τέτοιας ιδεολογίας μίσους και των αντίστοιχων κανόνων συμπεριφοράς, η άσκηση του επαγγέλματος του μπάτσου θα ήταν αδύνατη, διότι κάθε μπάτσος θα έπρεπε να αποφασίζει καθημερινά για την ηθική νομιμότητα της αιματηρής επαγγελματικής του πρακτικής εν μέσω μιας κοινωνίας που εμφορείται, ακόμη σε μεγάλο βαθμό, από ανθρωπιστικές αξίες δικαιοσύνης, ανεκτικότητας, κοινωνικών δικαιωμάτων, ελευθερίας κλπ.

Στην ελληνική της εκδοχή, η ιδεολογία του εσωτερικού εχθρού, που κινεί τα νήματα της συμπεριφοράς του μπάτσου, είναι ιδιαίτερα ισχυρή και εμπλουτισμένη από την ίδια την ελληνική ιστορία της Εθνικοφροσύνης, ιδιαίτερα δε του εμφυλίου πολέμου: τα κομμούνια, οι αναρχικοί και οι κάθε είδους ομάδες με παρεκκλίνουσα πολιτική συμπεριφορά ως προς τις πατροπαράδοτες αξίες του Έθνους, απειλούν με διάλυση τον μεγάλο πολιτισμό των Ελλήνων, από τον Παρθενώνα μέχρι σήμερα. Είναι οι εχθροί της κοινωνίας, είναι αμετανόητοι και αποφασισμένοι, και για τον λόγο αυτό τους αξίζει κάθε είδους βίας, στα πλαίσια που ορίζει βεβαίως η αστική εξουσία -δηλαδή το Αφεντικό.

Τέτοιοι είναι οι μη οικονομικοί ταξικοί προσδιορισμοί της ομάδας των μπάτσων. Είναι αυτοί οι προσδιορισμοί που χαλυβδώνουν την θέλησή τους να ασκήσουν χωρίς αναστολές βία επάνω σε πολίτες, που διεγείρουν το ζωώδες πνεύμα τους, τους συγκροτούν σε ομάδα κρούσης και τους μετατρέπουν από επαγγελματική ομάδα σε κοινωνική ομάδα, δηλαδή σε ομάδα που εμφανίζεται στην αιματηρή σκηνή της πολιτικής βίας ως ένα και μοναδικό υποκείμενο, ένα και μοναδικό πρόσωπο, με ενιαία θέληση και ομοιογενοποιημένο μίσος για τους εχθρούς του Έθνους.

Πατρίς...

Ελευθερος Δικτυογραφος...

Κέρος
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; / Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; / Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά;

Ιωάννης Πολέμης, Τι Είναι η Πατρίδα μας;
Είμαι μετανάστης. Νοσταλγώ την πατρίδα μου. Πονάω και νοιάζομαι για όσα της συμβαίνουν. Και θα συνεχίσω να πονάω και να νοιάζομαι, ακόμα κι αν μια μέρα οι συνθήκες με εξαναγκάσουν να μείνω για πάντα μακριά της.
Ποια είναι πραγματικά η πατρίδα μου όμως; Η δική σου; Πρόκειται άραγε για την ίδια πατρίδα; Ή μήπως αυτή που αντιλαμβάνομαι εγώ διαφέρει τόσο πολύ από αυτή που αντιλαμβάνεσαι εσύ ώστε τελικά να μιλάμε για κάτι εντελώς άλλο;
Για μένα, η έννοια της πατρίδας έχει αφετηρία τη φυσική τάση κάθε ανθρώπου να συνδέεται συναισθηματικά με το περιβάλλον που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Με τον υλικό και κοινωνικό περίγυρο που του χάρισε τροφή, στέγη, ερεθίσματα, φίλους και έρωτες. Πατρίδα είναι το δέος που ένιωθες σαν παιδί βλέποντας το χιονισμένο βουνό έξω από το παράθυρο σου. Η αλμυρή γεύση από τα κύματα που σε αναποδογύρισαν και κόντεψαν να σε πνίξουν. Το μισοξηλωμένο παγκάκι που πλήγωσες με το όνομα της αγαπημένης σου.
Ακόμα κι αν έχεις μεγαλώσει σε μια άσχημη κι υποβαθμισμένη συνοικία, πάντοτε νιώθεις μια περίεργη οικειότητα με τις σκουριασμένες πινακίδες της και τις αγριεμένες φάτσες των κατοίκων. Γιατί είναι ο τόπος σου, τον οποίο αγάπησες κι ας πίστεψες κάποτε ότι τον μισούσες. Η ιδιαίτερη πατρίδα σου, που επηρεάζει την προσωπικότητα σου και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τη μετέπειτα ψυχολογία σου. Όταν είσαι μακριά της, σου λείπει. Κι όταν εγκλωβίζεσαι μέσα της, θέλεις να πετάξεις μακριά.
Πατρίδα είναι ένα χωριό, μια γειτονιά, ένα χωράφι στη μέση του πουθενά. Μια σπιθαμή γης. Μέχρι εκεί που τα πόδια σου βαραίνουν από το περπάτημα και φτάνεις σε ένα λιγότερο οικείο περιβάλλον, το οποίο αισθάνεσαι πια ότι είναι η πατρίδα κάποιου άλλου. Ένα μέρος με άγνωστους ανθρώπους που ντύνονται και φέρονται διαφορετικά – είτε μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα είτε όχι. Πέρνα μια βόλτα από το Κολωνάκι και θα καταλάβεις τι εννοώ.
Βεβαίως, αν έχεις γεννηθεί αλλού κι έχεις μεγαλώσει αλλού, τα πράγματα περιπλέκονται. Πόσο μάλλον όταν έχεις περάσει τα παιδικά σου χρόνια μετακομίζοντας σε διαφορετικές γειτονιές, πόλεις ή χώρες. Τότε έχεις πολλές πατρίδες, και συνήθως τις αγαπάς και τις μισείς όλες εξίσου. Για διαφορετικούς λόγους την καθεμία…
Πέρα από τη συναισθηματική σύνδεση με την πολύ ιδιαίτερη πατρίδα σου όμως, νιώθεις ότι ανήκεις και σε ένα ευρύτερο σύνολο, το οποίο μόλις τον 18ο αιώνα άρχισε να αποκτά εθνικά χαρακτηριστικά και νόμους. Πιο πριν ήταν κάτι άλλο, αν και πάλι οι ντόπιοι το θεωρούσαν πατρίδα τους με βάση τα όσα μοιράζονταν μεταξύ τους. Μουσικές, φαγητά, παραδόσεις, μύθους και μνημεία. Την πολιτισμική κόλλα που ενώνει τους ανθρώπους και τους μετατρέπει σε λαό. Ενώ παράλληλα τους συνδέει με άλλους λαούς – γειτονικούς και μη – που έχουν να επιδείξουν αντίστοιχες συμπεριφορές και εμπειρίες με τις δικές μας. Κι αυτό τους κάνει να αισθάνονται ξεχωριστοί, όπως ακριβώς κι εμείς. Τους κάνει να αισθάνονται περήφανοι. Είναι απολύτως φυσιολογικό να νιώθεις περήφανος για την πατρίδα σου. Κι εγώ νιώθω, αν και όχι και τόσο πολύ τελευταία.
Πατρίδα λοιπόν σήμερα θεωρείται η χώρα σου, και το όνομα της είναι αυτό που αναγράφεται στο διαβατήριο με τη φωτογραφία σου. Τους στίχους του ύμνου της έχεις αποστηθίσει (έστω και λάθος). Τα χρώματα της σημαίας της είναι αυτά που ντύνουν τους αθλητές που ζητωκραυγάζεις. Άσχετα αν ξέρεις πολύ καλά ότι είναι όλοι τους ντοπαρισμένοι. Γιατί, οι άλλοι τι είναι άλλωστε;
Ίσως ο λόγος που δίνουμε τέτοια σημασία στην καταγωγή μας να έχει να κάνει με την Εξέλιξη. Από τη στιγμή που οι νόμοι της φύσης υποχρέωσαν το ανθρώπινο είδος να συγκροτεί ομάδες προκειμένου να επιβιώσει, ήταν αναπόφευκτο ότι στην πορεία τα μέλη κάθε ομάδας θα υιοθετούσαν κοινά έθιμα και κώδικες επικοινωνίας, και θα συγκρούονταν με τα μέλη άλλων ομάδων μέχρι να συγχωνευτούν και να δημιουργήσουν μεγαλύτερες – που κι αυτές με τη σειρά τους θα προσπαθούσαν να επικρατήσουν έναντι άλλων. Στρατιωτικά όσο και πολιτισμικά, μέχρι να υπάρξει ανυπέρβλητο φυσικό εμπόδιο ή προσωρινή ισορροπία δυνάμεων.
Και κάπως έτσι φτάσαμε να μοιραζόμαστε συλλογική ταυτότητα με ανθρώπους που ποτέ μας δεν γνωρίσαμε, ποτέ δεν θα γνωρίσουμε και που ποτέ δεν θα αποκτήσουμε καν κοινούς φίλους μαζί τους στο Facebook. Αλλά μόνο και μόνο βλέποντας το όνομα τους γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες στην οθόνη μας αναγνωρίζουμε αυτομάτως ότι είναι Έλληνες. Δικοί μας.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι οι άνθρωποι είμαστε κατά 99,9% γονιδιακά ταυτόσημοι μεταξύ μας. Ο Πακιστανός στο φανάρι κι εσύ. Ο Μιχαλολιάκος κι εγώ. Τα έφερε όμως έτσι η Ιστορία ώστε να μας χωρίζουν σύνορα – γεωγραφικοί δηλαδή περιορισμοί που ορίζονται με αφορμή τη γλώσσα του τοπικού πληθυσμού, το θρήσκευμα ή τα φυλετικά χαρακτηριστικά του. Αν και στην πραγματικότητα όλα αυτά πάντα είχαν δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τη σφαίρα επιρροής της εκάστοτε εξουσίας, καθώς και την έκβαση των πολέμων που διεξήγε για να τη διατηρήσει ή να την επεκτείνει.
Έχει χυθεί πολύ αίμα για αυτά τα σύνορα. Ο Αλέξανδρος έφτασε μέχρι την Ινδία και είχε υπηκόους σε τρεις ηπείρους, αλλά οι επίγονοι του δεν κατάφεραν να κρατήσουν τις κτήσεις του για πολύ καιρό. Ο Παλαιολόγος σκοτώθηκε έφιππος, υπερασπιζόμενος το τελευταίο απομεινάρι μιας υπερχιλιετούς αυτοκρατορίας που είχε πάψει πριν από αιώνες να υπάρχει. Κι ο Κολοκοτρώνης πέτυχε τη βίαιη ανατροπή της Οθωμανικής εξουσίας στην Πελοπόννησο. Θα μπορούσε να είναι ο μόνος που τα κατάφερε, και τώρα να θεωρούσαμε όλοι ως δεδομένο ότι η εθνική μας κυριαρχία ξεκινάει και τελειώνει σε μία έκταση λίγο μικρότερη από αυτή της Αλβανίας. Ή θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη η Μεγάλη Ιδέα, και σήμερα να αποδεχόμασταν ως αυτονόητους συμπολίτες μας τους κατοίκους της Σμύρνης, της Αδριανούπολης και της Τενέδου. Ή θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει οι Ναζί τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και να είχαμε μεγαλώσει με επίσημη γλώσσα τα Γερμανικά και περιβραχιόνια με σβάστικα ραμμένα στις σχολικές ποδιές μας.
Πάλι πατρίδα μας θα ήταν. Μία άλλη πατρίδα σίγουρα, που όλο και περισσότεροι συμπατριώτες μας έχουν φτάσει σήμερα να φαντασιώνουν ως ιδανική. Με εξαίρεση τα υποχρεωτικά Γερμανικά ίσως, αφού πολλοί από αυτούς δεν έχουν καταφέρει καν να μάθουν Ελληνικά. Που στο κάτω-κάτω, παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας από τα χιλιομπασταρδεμένα μας γονίδια και την προγονολατρεία πέτρινων ηρώων για τους οποίους δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποιοι πραγματικά ήταν και τι ακριβώς έκαναν. Έχει άλλωστε νόημα να καυχιέσαι ότι γεννήθηκες στην ίδια πόλη με τον Σωκράτη, όταν σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά η σκέψη σου παραμένει απλοϊκή και καθοδηγούμενη;
Επηρεασμένοι από την καθημερινή προπαγάνδα και την εθνικοπατριωτική μας διαπαιδαγώγηση, κάνουμε συχνά το λάθος να πιστεύουμε ότι η πατρίδα αποτελεί προσωπική μας ιδιοκτησία. Λέμε “η χώρα μου”, λες και το γεγονός ότι γεννηθήκαμε στο συγκεκριμένο κομμάτι γης συνεπάγεται ότι γινόμαστε συνδικαιούχοι στο ένδοξο παρελθόν και τη μελλοντική εκμετάλλευση του – την οποία επίσης θεωρούμε αυτονόητη. Ξέρεις τι; Για μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, οι δεινόσαυροι θεωρούσαν αυτονόητο ότι μπορούν να εκμεταλλεύονται το σύνολο των διαθέσιμων φυσικών πόρων ανενόχλητοι, μέχρι που ένας μετεωρίτης τους ξεπάστρεψε όλους σε ένα Σαββατοκύριακο. Συμβαίνει.
Άσχετα αν ο καθένας από εμάς θα ζήσει το πολύ έναν αιώνα, αυτός ο τόπος θα συνεχίσει να υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή του μέχρι να φουσκώσει και να κοκκινήσει ο ήλιος. Και να μας καταπιεί. Βέβαια, σε κάμποσα δισεκατομύρια χρόνια που θα συμβεί αυτό δεν πρόκειται να υπάρχει κανένας που να ενδιαφέρεται για το αν η θάλασσα που βράζει κάποτε φιλοξενούσε ψαροκάικα με γαλανόλευκες σημαίες, ή αν τα βουνά που λιώνουν και γκρεμίζονται υπήρξαν ιερά. Για μια χούφτα ανθρώπων, επί μερικές χιλιάδες χρόνια το πολύ. Όσο δηλαδή κράτησε το ανοιγοκλείσιμο του ματιού του όποιου Θεού αποφάσισε να δημιουργήσει αστέρια, πλανήτες και ζωντανά πλάσματα. Μερικά εκ των οποίων έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι όλα αυτά φτιάχτηκαν για να τους ανήκουν και να τα κάνουν ό,τι θέλουν.

Ροη αρθρων