Ο ορθός λόγος δοκιμάζεται σε περιόδους διχαστικών διενέξεων αλλά και «ακραίας ομοψυχίας», οπότε οι λίγοι διαφωνούντες βρίσκονται απολογούμενοι. Μιλώ, επί παραδείγματι, για όσους προέβλεπαν πως η εθνική τύφλωση στο Μακεδονικό θα οδηγούσε νομοτελειακά στο σημερινό αδιέξοδο. Όσοι γέμιζαν τις γαλανόλευκες πλατείες θεωρούσαν μειοδοτική την υποστήριξη του έντιμου αμοιβαίου συμβιβασμού, αυτόν που σήμερα ζητάμε και δεν μας προσφέρεται. Το ίδιο συνέβαινε όταν η ελληνοσερβική φιλία επέβαλλε πανεθνικό σιωπητήριο για τα εγκλήματα σε βάρος των μουσουλμάνων της Βοσνίας ή των Αλβανών του Κοσόβου. Το ίδιο γινόταν και με τους λίγους που το καυτό καλοκαίρι εξάρθρωσης της «17 Νοέμβρη» τόνιζαν την ανάγκη να μη θυσιαστούν οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου στον βωμό του αγώνα κατά της ένοπλης τρομοκρατίας. Την ίδια μοναξιά ένιωθαν όσοι εγκαίρως διέκριναν το παντοειδές κόστος του Ολυμπιακού ονείρου αλλά δεν ακούγονταν στα μέσα ενημέρωσης γιατί χαλούσαν την χορηγική ευφορία. Έτσι ένιωθαν κι όσοι υπενθύμιζαν αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο ζήτημα της ιθαγένειας των μεταναστών και στη μάχη των ταυτοτήτων. Πάντοτε ο ορθός λόγος βρισκόταν σε δεινή θέση σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο. Και όσοι κατά καιρούς βρεθήκαμε στην πλευρά των μειοψηφούντων οφείλουμε με θάρρους να αναγνωρίσουμε ότι η πίεση στον ορθό λόγο δεν ασκείται πάντα από μια μόνο κατεύθυνση.
Ποτέ άλλοτε όμως ο ορθός λόγος δεν υπέστη τόσο βίαιη αμφίπλευρη επίθεση όσο σήμερα. Κρίση και μνημόνιο έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο όπου ανθεί ο πανικός, τα εκβιαστικά διλήμματα και η δημαγωγία. Όποιος προσέρχεται στον δημόσιο διάλογο πρέπει εξαρχής να δηλώσει πίστη στο θέσφατο του συνομιλητή του. Να δηλώσει ότι αποτάσσεται τον λαϊκισμό και τις παραφυάδες του. Ότι δεσμεύεται να ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα τη «μόνη ρεαλιστική οδό εξόδου από την κρίση». Μόνο έτσι θα αποδείξει ότι τον ενδιαφέρει η σωτηρία της χώρας. Άλλοτε πάλι, αναμένεται από αυτόν να δηλώσει ότι αποτάσσεται το μνημόνιο (και συχνά κάθε μεταρρύθμιση) για να αποδείξει πως δεν είναι εγκάθετος της τρόικας.
Φυσικά δεν είναι ίσα τα όπλα των δυο πλευρών. Στην πρώτη περίπτωση ο κυρίαρχος λόγος που ορίζει τους κανόνες του διαλόγου είναι ικανός να πείσει για το πιο παράλογο στο όνομα της «κοινής λογικής». Βάζει μια χώρα αυτιστικά να αναλώνεται επί μήνες στη συζήτηση εάν οι εκλογές θα γίνουν μια εβδομάδα πριν ή μετά. Αναδεικνύει την εκλογή με έναν υποψήφιο σε κομματική αναγέννηση και δημοκρατική εποποιία. Παρουσιάζει την κενή σιδερόφραχτη παρέλαση ως απότιση τιμής στους ήρωες του ’21. Βαφτίζει σήμερα επιτυχία αυτό που χτες έλεγε απευκταία χρεοκοπία. Με ένα ιδιότυπο πιεσόμετρο μετρά την ένταση του αντιλαϊκιστικού οίστρου. Ασκείται στην οργιαστική κινδυνολογία και υπονοεί, όταν δεν εννοεί, πως η δημοκρατική επιλογή εκπροσώπων δεν είναι παίγνιο άνευ όρων. Ότι δηλαδή υπάρχουν σωστά και λάθος αποτελέσματα στις εκλογές και τα λάθος δύσκολα μπορούν να γίνουν δεκτά.
Ο άλλος λόγος εκφέρεται πολύ πιο άγαρμπα και ανοργάνωτα. Ασκεί κι αυτός βέβαια, στο μέτρο που του αναλογεί, την δική του πίεση, κάποτε μάλιστα με φυσική και όχι μόνο λεκτική βία. Συχνά δυστυχώς κρύβονται πίσω από τις οργισμένες λέξεις της εξοντωτικής ανέχειας και κάποιοι που δεν θα έπρεπε να μιλούν: τα ορφανά του πιο εκτρωματικού, διεφθαρμένου, αντιπαραγωγικού πελατειακού χτες, οι αγανακτισμένοι πελάτες που έμειναν χωρίς πάτρωνες και τώρα καταριούνται το μνημόνιο.
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, όποιος εκφέρει λόγο κριτικό εκτός των «στρατοπέδων» καλείται να κάνει δήλωση φρονήματος. Όποιος κατανοεί ότι η σημερινή καταβαράθρωση επιτάσσει την επανεξέταση πολλών ακλόνητων πεποιθήσεων, κι αυτή η επανεξέταση δεν είναι μονοσήμαντη, πρέπει να επιδείξει πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Βρίσκεται λοιπόν μεταξύ σφύρας και άκμονος εκείνος που προσπαθεί να συγκροτήσει με τρόπο συντεταγμένο και νηφάλιο ένα νέο στρατηγικό όραμα που θα συνδυάζει τα μείζονα: την ανυποχώρητη υποστήριξη στην ευρωπαϊκή ιδέα αλλά και την πίστη στην κοινωνική Ευρώπη. Την αλληλεγγύη στις πιο ευάλωτες ομάδες αλλά και τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις που θα καταστήσουν τη χώρα λειτουργική και παραγωγική. Την ασφάλεια αλλά και τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα. Όποιος λοιπόν υποστηρίζει όλα αυτά θεωρείται αυτόχρημα εθνικά ανεύθυνος από κάποιους και κοινωνικά ανάλγητος από κάποιους άλλους. Η αντίθεση στο μνημονιακό αδιέξοδο και την εξαθλίωση χωρίς όμως απώλεια της κριτικής μνήμης και της αυτοκριτικής σκέψης απορρίπτονται ως περιττές πολυτέλειες. Σπεύδουν αμέσως και οι δυο πλευρές να καταγγείλουν ασάφειες, αμηχανίες και κρυφή συστράτευση με τον εχθρό.
Το ιδεολογικό λιντσάρισμα απειλεί να κλιμακωθεί στον δρόμο προς τις εκλογές. Μακάρι οι φορείς του ορθού λόγου, κόμματα, συλλογικότητες και άτομα, να αντέξουν. Μακάρι να μην υποκύψουν στη γοητεία της ευκολίας, των υποχωρήσεων, των συμβιβασμών και των ευκαιριακών συμμαχιών με εκπροσώπους του ξοφλημένου χτες. Υπάρχουν δυστυχώς ανησυχητικά δείγματα για το αντίθετο.